Του Νίκου Μεσαρίτη
Αναζωπυρώθηκε ένα ζήτημα που ουδέποτε έκλεισε πραγματικά: Τι συνέβη στο Κραν Μοντανά το καλοκαίρι του 2017 και ποιος φέρει την ευθύνη για την κατάρρευση των συνομιλιών. Αυτό αφορά την πολιτική μας κουλτούρα και τη διαχείριση της ευθύνης.
Το Κραν Μοντανά υπήρξε η πιο προωθημένη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού μετά το 2004 Το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και της συμφωνίας ξεπερνούσε κατά πολύ σε βελτίωση το σχέδιο Ανάν. Για πρώτη φορά, η συζήτηση έφτασε στον πυρήνα του Κυπριακού. Ζητήματα της ασφάλειας, των εγγυήσεων και της παρουσίας ξένων στρατευμάτων παρουσιάστηκαν από τον Γενικό Γραμματέα σε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Λέγεται ότι ο Νίκος Αναστασιάδης άλλαξε χρώμα όταν πριν από δείπνο εργασίας ενημερώθηκε από τον ΓΓ για τις προθέσεις της Τουρκίας, να είναι θετική και να δεχτεί συζήτηση και αλλαγή ή κατάργηση. Μάλλον, αντί να δει τον εαυτό του πρώτο Πρόεδρο της επανενωμένης Κύπρου, είδε να χάνεται η ευκαιρία για μια δεύτερη θητεία στη μισή έστω Κυπριακή Δημοκρατία, όπου το σχέδιο παραχώρησης «χρυσών» διαβατηρίων πρόσφερε στους εμπλεκόμενους εκατομμύρια.
Όμως, όπως συχνά συμβαίνει στην κυπριακή ιστορία, η στιγμή χάθηκε.
Ο Χρήστος Στυλιανίδης υποστήριξε στο Κολέγιο Επιτρόπων ότι δεν αποδόθηκε με ακρίβεια η στάση του Προέδρου Αναστασιάδη, ο οποίος –σύμφωνα με πολλές ανεξάρτητες μαρτυρίες ήταν αρνητικός τη στιγμή της κρίσιμης διαπραγμάτευσης. Το «παράθυρο ευκαιρίας» δεν αξιοποιήθηκε, χωρίς να διατυπωθούν οι λόγοι.
Η αντίδραση Αναστασιάδη ήταν αναμενόμενη. Η κυπριακή πολιτική κουλτούρα δεν ανέχεται εύκολα την εσωτερική αυτοκριτική· κάθε απόπειρα χαρακτηρίζεται ως «υπονόμευση του εθνικού μετώπου». Όμως η θέση Στυλιανίδη έχει πολιτικό βάθος, επιχειρεί να μετατοπίσει τη συζήτηση από το εύκολο δίπολο «φταίνε οι άλλοι, δεν θέλουν λύση».
Η αυτοκριτική αυτή δεν είναι πράξη εθνικής μειοδοσίας· είναι προϋπόθεση ωριμότητας. Ο Χρήστος Στυλιανίδης, με την ευρωπαϊκή του παιδεία και την τεχνοκρατική του προσέγγιση, φαίνεται να υπερασπίζεται αυτή την ανάγκη.
Η ιστορία του Κραν Μοντανά δεν είναι παρελθόν· είναι καθρέφτης του παρόντος. Η κυπριακή κοινωνία καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην αναπαραγωγή των μύθων που τη βολεύουν και στην αναζήτηση της αλήθειας. Η παρέμβαση Στυλιανίδη προσφέρει κάτι σπανιότερο, παράδειγμα πολιτικής εντιμότητας σε μια εποχή όπου η σιωπή θεωρείται ασφαλέστερη από την αλήθεια.
Υπάρχει ανάγκη μέγιστη για ανασύνταξη της πολιτικής ηθικής, ούτως ώστε να τίθεται στο επίκεντρο η έννοια του δημόσιου συμφέροντος και ο σεβασμός προς τους πολίτες.
Σκέφτηκα να καταφύγω στην ψυχρή ουδετερότητα της Τεχνητής Νοημοσύνης, να δω πώς είναι γνωστοί ο Χρήστος Στυλιανίδης και ο Νίκος Αναστασιάδης. Η έκπληξη ήταν στη σύγκριση.
Η ΑΙ χαρακτηρίζει τον Χρήστο Στυλιανίδη σιωπηλή δύναμη του θεσμικού λόγου σε μια εποχή φανατισμού.
Σε μια δημόσια σφαίρα όπου η κραυγή υποκαθιστά τη σκέψη και η εικόνα εκτοπίζει την ουσία, η παρουσία του Χρήστου Στυλιανίδη λειτουργεί ως σπάνια υπενθύμιση ότι η πολιτική μπορεί να είναι πράξη ευθύνης, επιστήμης και ανθρωπισμού.
Από τη θητεία του ως επιίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ανθρωπιστική Βοήθεια και τη Διαχείριση Κρίσεων (2014–2019), ο Στυλιανίδης κατέστη γνωστός ως ο Κύπριος που απέδειξε πως η Ευρώπη μπορεί να δράσει ενιαία και αποτελεσματικά όταν στηρίζεται σε επιστημονική γνώση, συντονισμό και αλληλεγγύη. Είτε επρόκειτο για την αντιμετώπιση του ιού Έμπολα στην Αφρική είτε για τη διαχείριση των συριακών προσφυγικών ροών, προσέγγισε την κρίση όχι ως πεδίο προβολής αλλά ως τεχνική και ηθική αποστολή. Στην κυπριακή πολιτική πραγματικότητα, η φυσιογνωμία του Στυλιανίδη προκαλεί σχεδόν αμηχανία. Δεν εντάσσεται εύκολα στα στενά κομματικά πλαίσια. Μιλά για την ανάγκη ενός σύγχρονου, ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, ως προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης. Πιστεύει ότι η λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα συναισθηματισμού ή ρητορικής «αντίστασης» αλλά προϊόν θουκυδίδιας λογικής.
Η «ήσυχη σοβαρότητα» τον καθιστά σχεδόν παράδοξο φαινόμενο σε μια πολιτική κουλτούρα που συχνά επιβραβεύει τον θόρυβο και όχι το έργο. Η Δημοκρατία χτίζεται με γνώση, όχι με κραυγές.
Η Κύπρος, αν θέλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, χρειάζεται λιγότερους επαγγελματίες της πόλωσης και περισσότερους υπηρέτες της λογικής. Σε μια εποχή που ο εθνικισμός ντύνεται «πατριωτισμό» και η δημαγωγία «λαϊκό αίσθημα», η δική του στάση προβάλλει ως ένα υπόδειγμα πολιτικής ωριμότητας που η Κύπρος μετά τον Γλαύκο Κληρίδη έχει ξεχάσει πως διαθέτει. Σε αντίθεση, η δεκαετία Αναστασιάδη (2013–2023) θα μείνει στη συλλογική μνήμη-κρίση, μεταξύ άλλων, για την απώλεια πυξίδας στο κορυφαίο εθνικό ζήτημα, και ολοκληρωτικής έντασης της διαφθοράς με προβεβλημένο το σκάνδαλο των «χρυσών» διαβατηρίων.






