Το κυριότερο πρόβλημα της έλλειψης νερού στη χώρα μας είναι η κλιματική αλλαγή και ο συνεπακόλουθος σοβαρός περιορισμός της βροχόπτωσης. Από την άλλη βέβαια υπάρχουν και άλλα σοβαρά προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση του νερού που έχουμε.
Όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι απαιτείται υπό τις περιστάσεις λελογισμένη χρήση νερού στην καθημερινότητά μας ξεκινώντας από την προσωπική χρήση και φτάνοντας μέχρι την άρδευση φυτών, δέντρων και γρασιδιού. Σε αυτό το κεφάλαιο οφείλουμε όλοι να ευαισθητοποιηθούμε, ενώ και οι Αρχές είναι επιβεβλημένο να ξεκινήσουν ελέγχους για όσους δεν συμμορφώνονται και δεν λαμβάνουν το μήνυμα.
Πέρα από τις σπατάλες ένα ίσως πιο σοβαρό πρόβλημα είναι οι μεγάλες διαρροές νερού σε δήμους και κοινότητες. Ο Επαρχιακός Οργανισμός Αυτοδιοίκησης Λάρνακας (ΕΟΑΛ) για παράδειγμα, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι έχει περίπου 500 κλήσεις μηνιαίως για απώλειες στο δίκτυο ύδρευσης.
Γιατί όλες αυτές οι διαρροές; Αυτές οφείλονται κυρίως στα πεπαλαιωμένα συστήματα ύδρευσης, αλλά και στο ατιμολόγητο νερό το οποίο διακινείται χωρίς σοβαρές υποδομές, το ποσοστό του οποίου σε κάποιες επαρχίες εκτοξεύθηκε στο 40%.
Χαρακτηριστικά αν μείνουμε στη Λάρνακα το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στον Δήμο Λευκάρων, όπου οι απώλειες νερού ανέρχονται στο 70%.
Πώς λύνεται αυτό το τεράστιο πρόβλημα; Μέσα από δύο πυλώνες αν κρίνουμε από την εμπειρία άλλων χωρών με παρόμοια προβλήματα.
Πρώτον μέσα από το συστηματικό έλεγχο του δικτύου με σύγχρονες τεχνολογίες (αισθητήρες πίεσης, ακουστικά συστήματα, δορυφορικά δεδομένα). Επίσης με προγράμματα προληπτικής συντήρησης σε παλαιά δίκτυα. Τέλος με εγκατάσταση συστημάτων για online παρακολούθηση του δικτύου και άμεση ειδοποίηση για απώλειες.
Δεύτερον διά του εκσυγχρονισμού του δικτύου ύδρευσης. Αυτό συνεπάγεται την αντικατάσταση παλαιών ή φθαρμένων σωλήνων, κυρίως από αμίαντο ή μέταλλο. τη χρήση ανθεκτικότερων υλικών (π.χ. HDPE ή PVC υψηλής πίεσης). Επιβεβλημένη είναι επίσης η ζωνοποίηση του δικτύου για καλύτερο έλεγχο και απομόνωση βλαβών.
Για τα πιο πάνω είναι δεδομένο ότι απαιτείται ένα παγκύπριο πρόγραμμα επιδιορθώσεων με αυστηρό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και βεβαίως πρέπει να υπάρξει και ένας σοβαρός προϋπολογισμός.