Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να αποστείλει επιστολή τιμής στη Μαρίζα Κωχ για να της πει πως θα ήθελε να την τιμήσει με το Μετάλλιο Εξαιρετικής Προσφοράς για τη συμμετοχή της στη Eurovision του 1976 μοιάζει στην αρχή σαν μικρό, γραφικό νέο. Ίσως κι αστείο. Τιμάται μια τραγουδίστρια επειδή πήγε στη Eurovision. Τι πιο σουρεαλιστικά... κυπριακό; Και όμως, πίσω από την ευκολία του χιούμορ, της ειρωνείας και της κοινωνικής αμηχανίας, η επιστολή αυτή μας κοιτάζει κατάματα. Είναι το alter ego μας. Το απόσταγμα αυτού που είμαστε ή που καταλήξαμε να είμαστε ως κοινωνία, ως κράτος, ως ψυχοσύνθεση.
Η Κωχ δεν τραγούδησε απλώς. Δεν έκανε σόου. Δεν κυνήγησε βραβείο. Το «Παναγιά μου – Παναγιά μου», σε μια διοργάνωση που τότε ακόμα κουβαλούσε ίχνη αθωότητας, ήταν κραυγή. Ήταν μοιρολόι. Μια συγκρατημένη, αρχοντική θλίψη που κουβαλούσε τη φρίκη της εισβολής, της προσφυγιάς, του πένθους που δεν είχε ακόμη χωνευτεί. Ήταν ένα από τα ελάχιστα πολιτισμικά ίχνη της άμεσης αντίδρασης του ελληνικού κόσμου σε αυτό που συνέβη στην Κύπρο το 1974. Μόνο που όλο αυτό που έγινε… δεν ήταν δικό μας. Το έκανε η Ελλάδα ως αντίδραση. Ούτε που θέλω να διανοηθώ ποιον θα σκεφτόταν να στείλει το ΡΙΚ αν όντως συμμετείχαμε τότε στον διαγωνισμό τραγουδιού. Μπορεί και να σκέφντονταν να μας διαφημίσουν ως ατραξιόν για να προσελκύσουν τουρίστες ως την… επόμενη μέρα.
Γι’ αυτό και η συμμετοχή της Κωχ έχει σημασία. Δεν την ακυρώνει κανείς. Αφήστε που η Κωχ στη διεθνοποίηση του Κυπριακού έκανε κάτι καλύτερο απ' όσους συνομιλούν. Το πρόβλημα όμως δεν είναι η πράξη της Κωχ. Το πρόβλημα είναι η δική μας ανάγκη, σχεδόν μανία, να επιστρέφουμε να την αναγορεύουμε σε κορυφαία πράξη διεθνοποίησης του Κυπριακού. Λες και δεν μεσολάβησε τίποτα άλλο. Λες και το πρόβλημα της Κύπρου εξαντλήθηκε στο ποιος τραγούδησε για μας. Είναι σαν να μην προχώρησε τίποτα από τότε. Και δυστυχώς αυτό είναι αρκούντως απογοητευτικό. Πως μετά από πέντε δεκαετίες κατοχής, η επίσημη μνήμη καταλήγει να γαντζώνεται από τις πρώτες μέρες. Από τις πρώτες αυθόρμητες αντιδράσεις, τα μοιρολόγια, τους θρήνους. Ξεχνάει τα υπόλοιπα: την πολιτική διαχείριση, τις αποτυχίες, την κούραση, τη μετατροπή του δράματος σε αδράνεια. Το μόνο που μας έμεινε είναι να θυμόμαστε τι νιώσαμε τότε. Όχι τι κάναμε μετά.
Η επιστολή στη Μαρίζα Κωχ, επομένως, είναι σαν καθρέφτης: δείχνει μια Κύπρο που τιμά αυτό που δεν την ενοχλεί πια, μια Κύπρο που δεν θέλει να προχωρήσει, αλλά αντί ναι δει τη λύση, επιμένει στο μοιρολόι. Που επιλέγει τη νοσταλγία γιατί είναι πιο εύκολη από την αυτοκριτική. Που αναδεικνύει το παρελθόν σαν άγαλμα, ακίνητο, γυαλισμένο, χωρίς σκιά. Και που τελικά, νιώθει άβολα με το παρόν της – γι’ αυτό και το αποφεύγει.
Μπορεί η επιστολή να γράφτηκε με τις καλύτερες προθέσεις από τον Πρόεδρο και να βρήκε μια αφορμή που ήρθε η Κωχ στην Κύπρο. Αλλά δεν είναι τυχαίο που τόσοι γελάσαμε, άλλοι συγκινηθήκαμε, και σχεδόν όλοι νιώσαμε μια αμήχανη αλήθεια: αυτή η επιστολή είμαστε εμείς. Μισή συγκίνηση, μισή παρωδία. Ολόκληρη Κύπρος. Τελικά το Κυπριακό είναι σαν τη Eurovision. Κάθε χρόνο λες «φέτος θα πάμε καλά», και πάντα τελειώνει με απογοήτευση και καμία αλλαγή.