Η εξαγγελία της υποβολής υποψηφιότητας του Ανδρέα Παπαχαραλάμπους, πρώην δήμαρχου, στελέχους του ΔΗΣΥ και στενού φίλου του Νίκου Χριστοδουλίδη, με το ΕΛΑΜ επιβεβαίωσε αυτό που, έτσι κι αλλιώς αποτελεί πλέον καθημερινότητα: την απόλυτη κανονικοποίηση της ακροδεξιάς στην Κύπρο. Είχε άλλωστε προηγηθεί η συμπόρευση του πρώην κυβερνητικού εκπρόσωπου, του πρώην Χρηματοπιστωτικού επιτρόπου καθώς και πρώην βουλευτή του ΔΗΣΥ, όπως και η χωρίς προσχήματα πολλές φορές συνεννόηση της Προεδρίας με το κόμμα της ακροδεξιάς, την ίδια στιγμή που πολλές φορές κατάφερε να καθορίζει τον δημόσιο διάλογο. Πώς, λοιπόν, έφτασε η ακροδεξιά (που για πολύ καιρό φάνταζε και ήταν περιθωριοποιημένη) να αποτελεί σήμερα ένα απόλυτα κανονικό κομμάτι του πολιτικού παζλ της χώρας; Σε βαθμό που η συμπόρευση πρώην αξιωματούχων μαζί του, να μην είναι καν θέμα συζήτησης πλέον;
Προφανώς αυτή η κανονικοποίηση δεν ήταν άσχετη με τη λογική του «όλοι χωράνε», που επικράτησε το προηγούμενο διάστημα. Η απενοχοποίηση, στην πορεία, της ακροδεξιάς έφερε στελέχη άλλων κομμάτων και πρώην αξιωματούχων (των οποίων η ρητορική και θέσεις έτσι κι αλλιώς ελάχιστα διέφεραν από αυτές τις ακροδεξιάς), όπως των Πελεκάνου και Χαμπουλλά, στο ΕΛΑΜ, διαγράφοντας τις διαχωριστικές γραμμές και μετατρέποντας, από ένα σημείο και μετά τον ΔΗΣΥ σε εκκολαπτήριο στελεχών του ακροδεξιού κόμματος. Από τη στιγμή που με τη μεγαλύτερη ευκολία πρώην κρατικοί αξιωματούχοι και βουλευτές έπαιρναν μεταγραφή στο ΕΛΑΜ, και ο Πρόεδρος το αντιμετώπιζε ως ένα ακόμα κόμμα (αν όχι και προνομιακά), το ΕΛΑΜ μετατράπηκε σε μια επιλογή όπως οποιαδήποτε άλλη, και το πολιτικό διακύβευμα μίκρυνε.
Την ίδια στιγμή, και ο τρόπος που το υπόλοιπο σύστημα αντιμετώπισε το ΕΛΑΜ είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αποενοχοποίηση και μετατροπή του σε κόμμα πρώτης γραμμής. Η επιλογή του συστήματος να επιχειρήσει να περιορίσει την άνοδό του, προσεγγίζοντας πολλές φορές τη ρητορική του, επέτρεψε στο ΕΛΑΜ να κατευθύνει τον δημόσιο διάλογο. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα με την πύλη εγγραφής, όταν ο ΔΗΣΥ έσπευσε να υιοθετήσει τις αντιδράσεις του για τον «γονέα 1» και «γονέα 2», δηλώνοντας μάλιστα έτοιμο να υπερασπιστεί τον θεσμό της οικογένειας, με τον Νίκο Χριστοδουλίδη να κρατά αποστάσεις, και προηγουμένως το μνημόσυνο του Γρίβα, όταν ΔΗΣΥ και ΕΛΑΜ μπήκαν σ’ έναν διαγωνισμό για το ποιος αποτελεί τον μεγαλύτερο «πρεσβευτή» του. Παράλληλα, με διάφορες καιροσκοπικές ενέργειες, όπως ήταν η απόφαση π.χ. να δοθεί στο ΕΛΑΜ η Ad Hoc Επιτροπή για μελέτη του δημογραφικού προβλήματος, το σύστημα έδωσε την ευχέρεια στο κόμμα της ακροδεξιάς να μπει στην καρδιά της συζήτησης του μεταναστευτικού, μετατρέποντάς το σε κεντρικό άξονα της επιρροής του.
Ούτε η προσπάθεια επιβολής μιας εικονικής πραγματικότητας βοήθησε. Αντίθετα, η επιμονή του Προέδρου, σε κάθε τοποθέτησή του, να μιλά για μια χώρα που αλλάζει, τη στιγμή που η κοινωνία παρακολουθούσε την απόλυτη εμπέδωση του νεποτισμού και που η ακρίβεια είχε αγγίξει το μέσο νοικοκυριό, ανατροφοδοτούσε την οργή την οποία εκμεταλλεύτηκε το ΕΛΑΜ, παρουσιαζόμενο ως το αντισύστημα (έστω κι αν αποτελεί αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο στήριγμα της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη), αφού το υπόλοιπο σύστημα απέτυχε να αναδείξει πειστικά αυτή την πραγματικότητα ή το ανεφάρμοστο των προτάσεών του.
Αυτό, όμως, που γιγάντωσε το ΕΛΑΜ ήταν η αδυναμία του πολιτικού δυναμικού να δώσει λύσεις και να αφουγκραστεί την κοινωνία. Τη στιγμή που τα υπόλοιπα κόμματα ακροβατούσαν μεταξύ λογικής και άκρατου λαϊκισμού, φοβούμενα ότι μπορεί να δυσαρεστήσουν κομμάτι των ψηφοφόρων τους, το ΕΛΑΜ ήρθε σταδιακά να γεμίσει το κενό, προτάσσοντας τη θαλπωρή των εύκολων λύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με την επιλογή του συστήματος να μην αγγίξει τους λόγους απαξίωσής του, μετέτρεψε το σύστημα σε παιχνίδι στα χέρια του ΕΛΑΜ, καθιερώνοντας την ακροδεξιά ως μια ελκυστική εναλλακτική. Ενώ το κατεστημένο έδινε την εντύπωση ότι λειτουργεί για τον εαυτό του (με αύξηση χορηγιών, διπλές και τριπλές συντάξεις), το ΕΛΑΜ εμφανιζόταν ως αυτό που αφουγκράζεται καλύτερα από τον οποιονδήποτε τις ανησυχίες του πολίτη.
Εκμεταλλευόμενο πλήρως την οργή και απαξίωση προς το «σύστημα», αλλά και την απουσία εναλλακτικών, κυρίως όμως απαλλαγμένο από τα βαρίδια της πολιτικής ορθότητας, το ΕΛΑΜ στόχευσε στα πιο ακραία ένστικτα, προτάσσοντας τις πιο απλοϊκές λύσεις. Και βρήκε απήχηση. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, από τη στιγμή που στην Ευρώπη η ακροδεξιά αποτελεί τη νέα «κανονικότητα», σε μια χώρα με τέτοιο ιστορικό στον λαϊκισμό και με ελάχιστους μηχανισμούς αντίστασης, να μην αναδειχθεί σε σοβαρή εναλλακτική. Όπως δεν θα μπορούσε να αναμένει κάποιος ότι αυτό το ρεύμα θα ανατραπεί χωρίς να αλλάξουν οι συνθήκες, οι πολιτικές και οι εναλλακτικές.
Αυτή τη στιγμή οι συνθήκες φαντάζουν ιδανικές, όχι μόνο για περαιτέρω άνοδο, αλλά, και για μελλοντική επικράτηση της ακροδεξιάς στη χώρα. Η οργή εμπεδώνεται, ανοίγοντας τον δρόμο σε επιλογές που στο παρελθόν θεωρούνταν αδιανόητες, ενώ η απουσία πολιτικής αναδεικνύει το ΕΛΑΜ σε κόμμα που έχει τις απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το μόνο που θα μπορούσε να αναχαιτίσει αυτή την άνοδο, θα ήταν ένα στιβαρό πολιτικό σύστημα αλλά και ξεκάθαρες λύσεις που θα τις νιώσει ο πολίτης. Ούτε το ένα διαφαίνεται στον ορίζοντα όμως, ούτε το άλλο. Αντίθετα, το σύστημα επιμένει να λειτουργεί ως το μεγαλύτερο σκαλοπάτι της ακροδεξιάς προς την κορυφή, τροφοδοτώντας την με επιχειρήματα και στελέχη.
Είναι προφανές ότι η χώρα είναι παγιδευμένη σ’ έναν φαύλο κύκλο συνθηκολόγησης με την ακροδεξιά. Όσο το σύστημα αδυνατεί να δώσει λύσεις, τόσο το ΕΛΑΜ θα ανεβαίνει. Και όσο το ΕΛΑΜ ανεβαίνει και καθίσταται κυρίαρχο, τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται για το υπόλοιπο σύστημα να το αντιμετωπίσει. Αναδεικνύοντάς το στην απόλυτη κανονικότητα.
https://x.com/AntonisPolydoro