Δέσμιες μίας μεγάλης ιδέας που ξεκίνησε το 2012 στα χαρτιά, από τον ιδιωτικό τομέα, υιοθετήθηκε, αδειοδοτήθηκε, πριμοδοτήθηκε και έγινε μέρος της ενεργειακής στρατηγικής από την προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ η υλοποίησή της επισφραγίστηκε το 2022 με την επιτυχία της εξασφάλισης μίας γενναιόδωρης ευρωπαϊκής χορηγίας ύψους €657 εκατ., είναι τα τελευταία τρία χρόνια η Κυπριακή και η Ελληνική Δημοκρατία.
Εκ του αποτελέσματος, κανένας από τους εμπλεκόμενους εταίρους, ούτε η Κυπριακή Δημοκρατία, ούτε ο ΑΔΜΗΕ που επένδυσε στο τεράστιο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ των δύο χωρών, ούτε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που το επιχορήγησε, προχώρησαν σε ανάλυση όλων των σεναρίων για την εξέλιξη του έργου.
Η απόρριψη, μετά από αξιολόγηση, τον Αύγουστο του 2023, σχετικού αιτήματος από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για δανειοδότηση του έργου όταν ακόμη ο φορέας υλόποίησης ήταν ο Euroasia Interconnector, προφανώς δεν προβλημάτισε κανέναν από τους κυβερνώντες. Mόνο ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Κωνσταντίνος Πετρίδης, είχε τότε το πολιτικό θάρρος να βγει και να πει ότι μετά την άρνηση της ΕΤΕπ δεν θα έπρεπε να τίθεται κανένα θέμα συμμετοχής της κυβέρνησης, ούτε με μετοχικό κεφάλαιο ούτε με παροχή εγγυήσεων.
Η ΕΤΕπ, ένας από τους σημαντικότερους εταίρους της Κύπρου στον τομέα της πράσινης μετάβασης, απέρριψε το αίτημα μεν, προχώρησε δε σε συγκεκριμένες εισηγήσεις. Είχε προτείνει την εναλλακτική λύση της μαζικής εγκατάστασης μπαταριών, της τάξης 1.350MW και διάρκειας 4 ωρών. Μία εισήγηση που έπεσε στο κενό εάν αναλογιστούμε ότι δύο χρόνια μετά δεν έχουμε ούτε 1MW αποθήκευσης ενέργειας.
Ναι, οι αβεβαιότητες για τον GSI, και τα ρίσκα, εξακολουθούν να είναι πολλά:
- Το έργο ξεκίνησε με κόστος ενάμισι δισ. ευρώ και πλέον έχει ξεπεράσει τα δύο δις.
- Η βυθομέτρηση δεν έχει ολοκληρωθεί λόγω των ενστάσεων της Τουρκίας.
- Υπάρχει δυστοκία στην εξεύρεση επενδυτών, κ.ά.
Όμως, η διφορούμενη στάση της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο στρουθοκαμηλισμός, δεν βοηθούν καθόλου στο ξεκαθάρισμα της κατάστασης. Αντίθετα, με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου και υπονομεύει την αξιοπρέπεια της ΚΔ.
Ήδη η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε αποφασίσει εδώ και καιρό: Αν θα προχωρήσει με την πληρωμή των €25 εκατ. που αναλογούν στην ΚΔ με βάση τη συμφωνία επιμερισμού, δηλώνοντας την πλήρη πολιτική στήριξη στο έργο. Ή αν θα αποχωρήσει, αποτυπώνοντας με πλήρη διαφάνεια τους λόγους. Και οι δύο αποφάσεις εμπεριέχουν πολιτικό και οικονομικό ρίσκο. Και είναι καιρός η κυβέρνηση να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, να προχωρήσει με δικές της μελέτες για το έργο και να τολμήσει. Χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος μιας ενδεχόμενης αποτυχίας, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση.