Στον χώρο της εκπαίδευσης συνηθίζουμε να μιλάμε για πρότυπα, για καθοδήγηση, για ανθρώπους που εμπνέουν μέσα από τη στάση τους. Κάποιες φορές όμως, η δημόσια συμπεριφορά ορισμένων πρωταγωνιστών λειτουργεί υπενθυμιστικά: όχι για το πώς πρέπει να είναι η ηγεσία, αλλά για το πώς μπορεί να εκφυλιστεί όταν θεωρεί τον εαυτό της υπεράνω κριτικής. Το τα είδαμε ξεκάθαρα τις τελευταίες δύο ημέρες, μέσα από τις παρεμβάσεις του προέδρου της ΟΕΛΜΕΚ, Δημήτρη Ταλιαδώρου. Θα μπορούσαν κάλλιστα να διδάσκονται ως παράδειγμα προς αποφυγήν για οποιονδήποτε ασκεί δημόσιο λόγο – πόσω μάλλον για έναν εκπαιδευτικό. Το σεξιστικό σχόλιο που έκανε τη Δευτέρα, στη μεσημβρινή εκπομπή του ΑΝΤ1 με τον Νικήτα Κυριάκου, όπου ανέφερε πως «βρέθηκε μια γυναίκα να αλλάξει τη νομοθεσία μετά από 50 χρόνια», προκάλεσε άμεσα κύμα αντιδράσεων. Όμως, αυτό που ακολούθησε την Τρίτη στις επανειλημμένες παρεμβάσεις του ανέδειξε κάτι ακόμη πιο σοβαρό: μια πεισματική, σχεδόν προκλητική άρνηση να αναλάβει ευθύνη και να πει μια απλή φράση - «Συγγνώμη, κυρία υπουργέ».
Στην εκπομπή Alpha Καλημέρα είπε: «Αν θίχτηκε οποιοσδήποτε, αποσύρεται», σπεύδοντας ωστόσο να διευκρινίσει ότι αυτό «δεν αποτελεί απολογία».
Στον Πολίτη 107.6 & 97.6 υποστήριξε ότι «το σχόλιό του δεν ήταν σεξιστικό» και ότι «πρέπει να δούμε την ουσία».
Και αργότερα, στην εκπομπή «Μέρα Μεσημέρι», διερωτήθηκε αν ποινικοποιήσαμε τη λέξη γυναίκα και το κατά πόσο αν πει κάποιος ότι η πρόεδρος της Βουλής είναι εξαίρετη γυναίκα πολιτικός, αυτό δεν μπορεί να θεωρείται σεξιστικό.
Οι τοποθετήσεις αυτές δεν δείχνουν μόνο άγνοια για το τι συνιστά σεξισμός. Δείχνουν μια βαθιά αμετανόητη στάση και μια προσπάθεια μεταφοράς της ευθύνης στην «υπερβολική» κοινωνία. Και το οξύμωρο είναι ότι όλα αυτά προέρχονται από έναν άνθρωπο που φέρει πρωτίστως την ιδιότητα του εκπαιδευτικού. Εκείνου που θα έπρεπε πρώτος να γνωρίζει τις έννοιες, να διδάσκει συμπεριφορές, να σκέφτεται πριν μιλήσει.
Προσπαθώντας να αποφύγει μια καθαρή συγγνώμη, ο πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ δημιουργεί το ερώτημα που πλέον δεν μπορεί να αποφευχθεί:
Μπορεί ένας άνθρωπος που αρνείται ακόμη και το αυτονόητο να συνεχίσει να εκπροσωπεί 5.000 εκπαιδευτικούς, από τους οποίους οι μισοί είναι γυναίκες;
Και το ζήτημα δεν είναι μεμονωμένο. Ο κ. Ταλιαδώρος είναι ο ίδιος άνθρωπος που:
τους τελευταίους μήνες έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να μαζέψει την υπουργό Παιδείας» και μάλιστα ότι «πρέπει να μπει δεύτερος υπουργός στη συζήτηση»
αποκάλεσε δημόσια τους βουλευτές της Επιτροπής Παιδείας «πιασμένους» από ιδιωτικά συμφέροντα, επικαλούμενος πληροφορία από «άτομο του πέμπτου ορόφου» του υπουργείου. Του ζητήθηκε είτε να μιλήσει ξεκάθαρα είτε να απολογηθεί - δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά συνεχίζει να παρίσταται στις συνεδρίες κάθε Τετάρτη
και τέλος, από το 2012, όταν προήχθη σε διευθυντή, δεν μετακινήθηκε ποτέ εκτός της πόλης, παρά το ότι η νομοθεσία προβλέπει υποχρεωτική διετή υπηρεσία εκτός. Παραμένει στο ίδιο σχολείο για 13 συνεχή χρόνια, ενώ όταν το 2018 μετατέθηκε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στο Λύκειο Λινόπετρας, λίγο μετά μετακινήθηκε και πάλι πίσω στο Λύκειο Κύκκου Α’. Μάλιστα για να γίνει αυτό κατορθωτό έπρεπε να μετακινηθούν άλλοι τέσσερις διευθυντές. Δημιουργήθηκε ένα μπάχαλο, άλλα τελικά έπιασαν τόπο οι πιέσεις από πλευράς Προεδρικού και ΔΗΣΥ για να μην μετακινηθεί εκτός Λευκωσίας.
Με βάση όλα αυτά, η πρόσφατη δήλωσή του δεν είναι «ένα ατυχές λεκτικό ολίσθημα». Είναι το κερασάκι στην τούρτα μιας σταθερής κουλτούρας αυθαιρεσίας, αλαζονείας και απροθυμίας για λογοδοσία. Και εδώ μπαίνει το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Αν οι θέσεις αυτές δεν τους εκφράζουν, τότε οι γυναίκες -αλλά και οι άνδρες- της ΟΕΛΜΕΚ θα έπρεπε από την πρώτη στιγμή να ζητήσουν δύο πράγματα: να απολογηθεί και να παραιτηθεί. Αν όμως τους εκφράζουν ή αν δεν αντιλαμβάνονται γιατί το σχόλιό του ήταν σεξιστικό, τότε το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Και σίγουρα δεν αφορά μόνο τον πρόεδρο της ΟΕΛΜΕΚ, αλλά την ίδια την εκπαιδευτική κουλτούρα που διαμορφώνεται στις σχολικές τάξεις.






