Kαρκίνος του πνεύμονα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καρδιαγγειακά νοσήματα. Μία σειρά από ασθένειες που έχουν κάτι κοινό. Προκαλούνται, σε μεγάλο βαθμό, από το κάπνισμα. Ασθένειες που όχι μόνο στερούν εκατομμύρια ζωές κάθε χρόνο αλλά επιβαρύνουν και τα δημόσια συστήματα υγείας. Οι χώρες δαπανούν δισεκατομμύρια ευρώ για τη θεραπεία των συνεπειών του καπνίσματος, την ώρα που, όπως τονίζουν ειδικοί, το οικονομικό και κοινωνικό κόστος καθιστά πλέον επιτακτική την ανάγκη για αποτελεσματικές, ρεαλιστικές πολιτικές μείωσης της βλάβης.
«Οι χρόνιες παθήσεις που συνδέονται με το κάπνισμα αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες αιτίες πρόωρου θανάτου αλλά και ένα τεράστιο βάρος για τα δημόσια ταμεία. Oι χώρες δεν μπορούν πλέον να αντέξουν το κόστος που συνεπάγονται οι συνέπειες του καπνίσματος», δήλωσε στον «Π» ο δρ Ιγνάτιος Οικονομίδης, καρδιολόγος και πρόεδρος της διεθνούς επιστημονικής ένωσης για τον έλεγχο του καπνίσματος και τη μείωση της βλάβης, SCOHRE. Η παραπάνω δήλωση έγινε στο πλαίσιο του 8ου Επιστημονικού Συνεδρίου για τη «Μείωση της Βλάβης από το Κάπνισμα», που πραγματοποιήθηκε προ ημερών στην Αθήνα.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, ειδικοί από διάφορες χώρες υπογράμμισαν ότι, παρά τις σημαντικές επενδύσεις των κυβερνήσεων στη δημόσια υγεία, η μονοδιάστατη πολιτική της απαγόρευσης όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα αλλά δημιουργεί νέες προκλήσεις, από την άνθηση της παράνομης αγοράς μέχρι την απομάκρυνση των καπνιστών από τις επιστημονικά τεκμηριωμένες, δυνητικά, καλύτερες εναλλακτικές.
Απαραίτητες οι εναλλακτικές
Ο δρ Οικονομίδης αναφέρθηκε σε στοιχεία μελέτης που δείχνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών που υφίστανται έμφραγμα μυοκαρδίου είναι ενεργοί καπνιστές, πολλοί εκ των οποίων αδυνατούν να διακόψουν τη συνήθεια παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες. Μίλησε, ακόμα, για μελέτες που αφορούν τη μείωση κινδύνου «τόσο από τη διακοπή καπνίσματος με τη χρήση νέων φαρμακοθεραπειών -όπως παραδείγματος χάρη της κυτισινικλίνης που έχει μπει στη φαρέτρα μας- όσο και για την επίδραση των νεότερων καπνικών προϊόντων. «Πρόσφατα, το European Heart Journal φιλοξένησε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, η οποία αφορά εμφραγματίες που έχουν υποστεί κάποιο ισχαιμικό επεισόδιο, έχει γίνει αγγειοπλαστική στο στεφανιαίο αγγείο και ήταν καπνιστές αλλά αποφάσισαν να αλλάξουν σε νεότερα καπνικά προϊόντα. Η παρακολούθηση, σε διάρκεια μεγαλύτερη από ένα έτος, έδειξε ότι τα συμβάματα σε αυτούς ήταν σαφώς μικρότερα συγκριτικά με εκείνους που συνέχιζαν να καπνίζουν συμβατικά τσιγάρα», εξήγησε ο δρ Οικονομίδης. Προσθέτοντας ότι «το κάπνισμα παραμένει ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά επεισόδια. Εάν θέλουμε να προστατεύσουμε αποτελεσματικά τη δημόσια υγεία, δεν αρκεί να λέμε στους ανθρώπους “κόψτε το”. Πρέπει να τους δίνουμε εναλλακτικές».
Τα εναλλακτικά προϊόντα
Η συζήτηση γύρω από τα εναλλακτικά προϊόντα νικοτίνης, όπως τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και τα προϊόντα θέρμανσης καπνού, βρίσκεται στο επίκεντρο έντονων αντιπαραθέσεων. Από τη μία, οργανισμοί δημόσιας υγείας και επιστημονικές ενώσεις υποστηρίζουν ότι η πλήρης απαγόρευσή τους στερεί από τους ενήλικες καπνιστές ένα δυνητικά λιγότερο επιβλαβές υποκατάστατο, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως γέφυρα προς τη διακοπή του καπνίσματος. Από την άλλη, κυβερνήσεις εκφράζουν ανησυχίες για την πρόσβαση των ανηλίκων και για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των προϊόντων αυτών.
Όπως ανέφερε ο δρ Κωνσταντίνος Φαρσαλινός, ιατρός και ερευνητής με πολυετή εμπειρία στο πεδίο της μείωσης της βλάβης από το κάπνισμα, «κανείς δεν ισχυρίζεται ότι τα εναλλακτικά προϊόντα είναι απολύτως ακίνδυνα». Ωστόσο, πρόσθεσε, «όλες οι διαθέσιμες μελέτες συγκλίνουν στο ότι προκαλούν μικρότερη βλάβη σε σύγκριση με τα συμβατικά τσιγάρα». Το ζητούμενο, επομένως, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι η απαγόρευση αλλά η υπεύθυνη ρύθμιση με αυστηρούς κανόνες για την παραγωγή, τη διάθεση και την ενημέρωση των καταναλωτών.
Διχασμένος ο ιατρικός κόσμος
Από το βήμα του συνεδρίου, ο δρ Φαρσαλινός στάθηκε ιδιαίτερα και στην ανάγκη ενημέρωσης του ιατρικού κόσμου. Όπως σημείωσε, έρευνες έχουν δείξει ότι «ένα σημαντικό ποσοστό γιατρών εξακολουθεί να αγνοεί βασικές διαφορές ανάμεσα στα καπνικά προϊόντα καύσης και στα προϊόντα θέρμανσης ή νικοτίνης». Αυτή η άγνοια, πρόσθεσε, «οδηγεί συχνά σε λάθος καθοδήγηση των ασθενών, με αποτέλεσμα να παραμένουν στο παραδοσιακό κάπνισμα αντί να στραφούν σε επιλογές που μειώνουν τη βλάβη». Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώνεται και από πρόσφατη μελέτη στις ΗΠΑ, η οποία έδειξε ότι λιγότεροι από τους μισούς γιατρούς γνωρίζουν πως τα εναλλακτικά προϊόντα δεν περιλαμβάνουν καύση, γεγονός που αλλάζει ριζικά τη χημική σύνθεση των παραγόμενων ουσιών και μειώνει σημαντικά την τοξικότητα. Παράλληλα, ένα σημαντικό ποσοστό επαγγελματιών υγείας θεωρεί ακόμη τα ηλεκτρονικά τσιγάρα εξίσου επικίνδυνα με τα συμβατικά, κάτι που, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, καθιστά δυσκολότερη την ενημέρωση και τη στήριξη των καπνιστών που αναζητούν εναλλακτικές.
Απαγόρευση και μαύρη αγορά
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι πολιτικές απόλυτης απαγόρευσης όχι μόνο δεν μειώνουν τη χρήση εναλλακτικών προϊόντων αλλά ενισχύουν τη μαύρη αγορά και δυσχεραίνουν τον έλεγχο της ποιότητας και της ασφάλειας. Ο δρ Φαρσαλινός αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στο παράδειγμα της Αυστραλίας, όπου η πλήρης απαγόρευση πώλησης ηλεκτρονικών τσιγάρων χωρίς ιατρική συνταγή οδήγησε, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, σε εκρηκτική αύξηση των παράνομων προϊόντων. «Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο από το επιδιωκόμενο: Αντί να προστατευτούν οι ανήλικοι, δημιουργήθηκε μια ανεξέλεγκτη παράλληλη αγορά, χωρίς κανέναν ποιοτικό έλεγχο», εξήγησε.
Αντίθετα, στις ΗΠΑ, όπου εφαρμόζεται αυστηρή αλλά όχι απαγορευτική νομοθεσία, οι Αρχές κατάφεραν να μειώσουν τη χρήση των εναλλακτικών προϊόντων από εφήβους, επιβάλλοντας περιορισμούς στη διαφήμιση και τον έλεγχο ταυτότητας κατά την αγορά. «Η διαφορά δεν βρίσκεται στην απαγόρευσ αλλά στην εφαρμογή της νομοθεσίας», τόνισε ο ίδιος, υπογραμμίζοντας ότι «η απαγόρευση στερεί από τους ενήλικους καπνιστές ένα εργαλείο μείωσης της βλάβης και ταυτόχρονα ενθαρρύνει τη διακίνηση προϊόντων άγνωστης προέλευσης».
Το παράδειγμα της Σουηδίας
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Σουηδίας, η οποία βρίσκεται πλέον πολύ κοντά στην επίτευξη του στόχου του «smoke-free» πληθυσμού. Η επιτυχία αυτή, σύμφωνα με τους ειδικούς, αποδίδεται στην υιοθέτηση μιας συνεκτικής πολιτικής που ενθαρρύνει τους καπνιστές να στραφούν σε εναλλακτικά προϊόντα δυνητικά μειωμένης βλάβης, όπως το snus (στικάκια νικοτίνης που καταναλώνονται από το στόμα), υπό αυστηρή εποπτεία και με σαφείς κανόνες. «Η Σουηδία δεν απαγόρευσε. Ρύθμισε», ανέφερε ο δρ Φαρσαλινός, εξηγώντας ότι η σταδιακή μείωση των ποσοστών καπνίσματος συνοδεύτηκε από αντίστοιχη μείωση των περιστατικών καρκίνου του πνεύμονα. «Η εμπειρία αυτή δείχνει ότι οι ισορροπημένες πολιτικές είναι πιο αποτελεσματικές από τα ακραία μέτρα», πρόσθεσε.
Στην Κύπρο, αντίστοιχες νομοθεσίες για την απαγόρευση πώλησης καπνικών ή αλκοολούχων προϊόντων σε ανηλίκους έχουν επίσης τεθεί σε ισχύ, ωστόσο η εμπειρία δείχνει ότι η τήρησή τους λειτουργεί περισσότερο σε θεωρητικό επίπεδο παρά στην καθημερινή πρακτική, υπογραμμίζοντας τη σημασία της αποτελεσματικής επιτήρησης και εφαρμογής.