Στη σκιά μιας δύσκολης δεκαετίας για το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) εξελίχθηκε σε κορυφαία προτεραιότητα για τις Αρχές και τις τράπεζες της ευρωζώνης. Οι δευτερογενείς αγορές ΜΕΔ, που αναπτύχθηκαν ταχύτατα την τελευταία περίοδο, αποδείχθηκαν πρωταγωνιστές στην προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών αλλά και της θωράκισης του συστήματος στο πλαίσιο νέων κανονισμών και δυναμικών κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Μετά την οικονομική κρίση του 2008 και τις επιπτώσεις της πανευρωπαϊκά, ο όγκος των «κόκκινων» δανείων εκτοξεύτηκε – ειδικά στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Ωστόσο, χάρη σε στοχευμένες πολιτικές και ενίσχυση των δευτερογενών αγορών ΜΕΔ, οι τράπεζες κατάφεραν να μειώσουν το ποσοστό των προβληματικών δανείων σε ποσοστά ακόμη και άνω του 30% (όπως στην Ελλάδα) σε μονοψήφια επίπεδα. Τον τελευταίο χρόνο, ο μέσος δείκτης ΜΕΔ στην ΕΕ διαμορφώνεται σε 1,9% με ελαφρώς αυξητική τάση λόγω ευρύτερων πιέσεων.
Οι δευτερογενείς αγορές ΜΕΔ
Οι δευτερογενείς αγορές ΜΕΔ είναι οι αγορές όπου δάνεια που έχουν καταστεί επισφαλή μεταπωλούνται από τις αρχικές τράπεζες σε εξειδικευμένες εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων ή funds. Ο στόχος είναι διπλός: αφενός απελευθερώνονται οι τράπεζες από επισφαλή χαρτοφυλάκια, αφετέρου επιτρέπεται η εξεύρεση πιο αποτελεσματικών και «ευέλικτων» λύσεων διαχείρισης για τους δανειολήπτες, συχνά μέσα από αναδιαρθρώσεις και συμβιβασμούς εκτός τραπεζικού πλαισίου.
Η ανάπτυξη αυτών των αγορών τα τελευταία χρόνια επιτρέπει την καλύτερη διαχείριση των ΜΕΔ, ενθαρρύνοντας τις τράπεζες να διαθέτουν μαζικά μη εξυπηρετούμενα χαρτοφυλάκια και να επικεντρώνονται στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, που δρουν πλέον ως βασικοί «servicers» αυτού του χρέους, έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην αποτελεσματική και γρήγορη μείωση του προβλήματος κατά την τελευταία δεκαετία.
Η πώληση ΜΕΔ σε δευτερογενείς αγορές διόρθωσε τους ισολογισμούς των τραπεζών, ανέβασε τον βαθμό ρευστότητας, ενώ εξέπεμψε θετικά σήματα στους επενδυτές για την ευρωστία του συστήματος.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων (ΕΕΠ / credit acquisition companies – CACs) στην Κύπρο κατέχουν συνολικά περίπου €20,98 δισ. σε δάνεια, εκ των οποίων το €19,66 δισ. (94 %) είναι μη εξυπηρετούμενα (ΜΕΔ) και μόνο €1,314 δισ. εξυπηρετούμενα.
Εάν συνυπολογίσουμε αυτά τα δεδομένα με την επίσημη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (In‑Depth Review 2025), όπου αναφέρεται ότι τα ΜΕΔ που έχουν μεταβιβαστεί από τις τράπεζες σε αλλοδαπές εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, αντιστοιχούν περίπου στο 33 % του ΑΕΠ της Κύπρου.
Η δομή της αγοράς
Σήμερα, οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων διαχειρίζονται σημαντικά χαρτοφυλάκια, τα περισσότερα μη εξυπηρετούμενα, ενώ προωθούν λύσεις αναδιάρθρωσης, ρευστοποίησης ή συναινετικών διακανονισμών. Στο πλαίσιο νέας οδηγίας, δόθηκε έμφαση στη διαφάνεια και στη δίκαιη μεταχείριση των δανειοληπτών.
Η δευτερογενής αγορά ρυθμισμένων δανείων βαδίζει προς άνθηση, καθώς επιταχύνονται οι διαδικασίες επιστροφής «θεραπευμένων» χαρτοφυλακίων στο τραπεζικό σύστημα. Έτσι, επιβραβεύονται οι πετυχημένες προσπάθειες αναδιάρθρωσης και επανεκκίνησης, δίνοντας νέα ώθηση στην πραγματική οικονομία.
Προκλήσεις στη νέα εποχή
Παρότι οι εξελίξεις είναι ενθαρρυντικές, μένουν σημαντικές προκλήσεις, όπως η ανομοιογένεια του νομικού πλαισίου μεταξύ χωρών, τα θέματα προστασίας των καταναλωτών, αλλά και επιμέρους δυσλειτουργίες στη λειτουργία των εταιρειών εξαγοράς (υπερβολική πίεση στη ρευστοποίηση, ελλιπής χρήση συμβιβαστικών μηχανισμών).
Επιπλέον, οι ΜΕΔ παραμένουν ως βάρος στον ιδιωτικό τομέα, ακόμη κι αν φύγουν από τα τραπεζικά βιβλία, τονίζοντας ότι η κοινωνική διάσταση της διαχείρισης δεν πρέπει να υποτιμάται. Τις τελευταίες χρονιές, η επίδραση του πληθωρισμού και η επιβράδυνση της ανάπτυξης δοκιμάζουν τα όρια αντοχής της αγοράς και των νοικοκυριών.
Η συνεχής ωρίμανση των δευτερογενών αγορών ΜΕΔ στηρίζεται, τόσο στα νομικά θεμέλια όσο και στη διαφάνεια στις συναλλαγές. Η επίδραση των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων έχει υπάρξει πολύτιμη, καθώς επέτρεψαν την ταχύτερη μείωση των ΜΕΔ και απελευθέρωσαν πολύτιμους πόρους για το τραπεζικό σύστημα, χωρίς να οδηγούν σε υπερβολικές κοινωνικές εντάσεις.. Οι προκλήσεις ωστόσο παραμένουν: διαφανείς διαδικασίες, δίκαιες αναδιαρθρώσεις και ευρωπαϊκά εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο αποτελούν τις επόμενες μεγάλες ανάγκες της αγοράς.
Η ευρωζώνη απέδειξε ότι το ζήτημα των ΜΕΔ μπορεί να γίνει διαχειρίσιμο και να αποτελέσει μοχλό σταθερότητας, αρκεί να συνυπάρχουν εξωστρέφεια, καινοτομία και κοινωνική ευθύνη.
Οι τελευταίες εξελίξεις
Οι τελευταίες εξελίξεις στις δευτερογενείς αγορές μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στην ευρωζώνη δείχνουν έντονη προσπάθεια για αύξηση της ρευστότητας και της διαφάνειας στη λειτουργία αυτών των αγορών, με στόχο τη καλύτερη διαχείριση των προβληματικών δανείων και τη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος.
Η δευτερογενής αγορά ΜΕΔ συνεχίζει να αναπτύσσεται, με τις εταιρείες εξαγοράς να διαχειρίζονται σημαντικά χαρτοφυλάκια επισφαλών δανείων, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, όπου προωθούνται σύγχρονες λύσεις αναδιάρθρωσης και συμβιβασμούς που ενισχύουν την αποτελεσματική μείωση των ΜΕΔ και την αποφόρτιση των τραπεζών. Παράλληλα, στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα γίνεται προσπάθεια ενίσχυσης της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας της δευτερογενούς αγοράς μέσα από νέα ρυθμιστικά μέτρα, όπως η βελτίωση της διαπραγμάτευσης ομολόγων και η στήριξη μηχανισμών καθορισμού τιμών.
Η διαφάνεια και η προστασία των δανειοληπτών αποτελούν σημαντικές παραμέτρους των σύγχρονων εξελίξεων, ειδικά μετά την επιβολή αυστηρότερων ρυθμιστικών πλαισίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπλέον, η αγορά αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως η ανομοιογένεια του νομικού πλαισίου μεταξύ κρατών μελών και η κοινωνική διάσταση της διαχείρισης του χρέους.
Συνολικά, οι δευτερογενείς αγορές ΜΕΔ στην ευρωζώνη προσαρμόζονται στα νέα οικονομικά δεδομένα, με βελτιωμένη λειτουργία και αυξημένη ρευστότητα, γεγονός που ενισχύει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ενώ παράλληλα δίνεται έμφαση στη δίκαιη διαχείριση του χρέους και στη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.