Από τη Ρώμη ώς τη Βαρσοβία και από τη Μαδρίτη ώς το Βερολίνο, η Ευρώπη βιώνει μια στροφή προς συντηρητικές και εθνικιστικές κατευθύνσεις. Η άνοδος της Δεξιάς, σε όλες τις εκφάνσεις της, από τον παραδοσιακό συντηρητισμό έως τη ριζοσπαστική ακροδεξιά, φαίνεται ότι επανακαθορίζει τον πολιτικό χάρτη της ηπείρου.
Σε διάταξη μάχης μπαίνουν ή μπήκαν και κάποια κόμματα στην Κύπρο. Ο ΔΗΣΥ ενόψει Βουλευτικών μέσα από κάποιες πολιτικές κινήσεις του δείχνει τη στόχευση και τις προτεραιόητές του. Ανησυχεί για εκροές προς την ακροδεξιά και δη το ΕΛΑΜ, με αποτέλεσμα να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που θέλει να πιστεύει ότι στοχεύουν στον περιορισμό τους. Προ πολλού, και ίσως με τον χειρότερο τρόπο, η ΕΔΕΚ ακολουθώντας το ΕΛΑΜ υιοθέτησε αφήγημα εναντίον της Ομοσπονδίας.
Η μεταναστευτική κρίση, ο φόβος απώλειας ταυτότητας, η κόπωση από την παγκοσμιοποίηση, αλλά και οι οικονομικές ανασφάλειες μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, τροφοδοτούν μια πολιτική κουλτούρα που θέλει να επενδύσει στην «ασφάλεια» και την «παράδοση». Η στροφή αυτή είναι πλέον εμφανής και στην Κύπρο.
Στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι νομιμοποίησε τη ρητορική της εθνικής υπερηφάνειας, στη Γαλλία, ο Ερίκ Ζεμούρ και η Μαρίν Λεπέν πιέζουν το πολιτικό Κέντρο προς τα Δεξιά, στη Γερμανία, το AfD σπάει ρεκόρ δημοφιλίας, ενώ στην Ουγγαρία και την Πολωνία, ο ορθόδοξος συντηρητισμός έχει ήδη μετατραπεί σε κρατική ιδεολογία.
Την ίδια στιγμή, ακόμα και οι κεντροδεξιές ή φιλελεύθερες κυβερνήσεις υιοθετούν συντηρητικότερη ρητορική για να μην χάσουν ψηφοφόρους προς τα δεξιά τους, με το φαινόμενο αυτό να αποτελεί και τη βασική πολιτική προσέγγιση της κυπριακής κυβέρνησης του Νίκου Χριστοδουλίδη, αλλά και του ΔΗΣΥ. Η «πολιτισμική αντεπίθεση» των Ευρωπαίων γίνεται κυρίαρχο αφήγημα σε ζητήματα φύλου, εκπαίδευσης και μεταναστευτικής πολιτικής.
Η στροφή αυτή δεν είναι απλώς εκλογική. Είναι πολιτισμική και ψυχολογική. Εστιάζει, όπως προαναφέρθηκε, σε έννοιες όπως η «τάξη», η «παράδοση», η «ταυτότητα» και η «ασφάλεια». Μετά από δύο δεκαετίες αβεβαιότητας, πολλοί Ευρωπαίοι στρέφονται προς ηγέτες που υπόσχονται σταθερότητα και επιστροφή σε ένα πιο γνώριμο παρελθόν.
Ο ευρωπαϊκός συντηρητισμός, ωστόσο, δεν είναι ενιαίος, αφού άλλοτε είναι φιλελεύθερος και θεσμικός (όπως του Μακρόν ή του Μητσοτάκη), άλλοτε λαϊκιστικός και αυταρχικός (όπως του Όρμπαν). Αυτό που τους ενώνει είναι η επανάκτηση του «ελέγχου» – στην οικονομία, στα σύνορα, στις αξίες.
Ιταλία: Η νέα κανονικότητα της Δεξιάς
Η εκλογή της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία το 2022 αποτέλεσε τομή. Για πρώτη φορά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια χώρα-ιδρυτικό μέλος της ΕΕ κυβερνάται από κόμμα με ρίζες στον μεταφασισμό. Ωστόσο, η Μελόνι δεν εμφανίζεται ως «αντισυστημική» αλλά ως θεματοφύλακας αξιών βασισμένη στο τρίπτυχο Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια.
Η Ιταλία λειτουργεί πλέον ως πρότυπο για τη λεγόμενη «νέα Δεξιά» της Ευρώπης: λιγότερο εξτρεμιστική στη ρητορική, αλλά σαφώς συντηρητική στις κοινωνικές πολιτικές και μεταναστευτικά αμείλικτη. Την πολιτική της Μελόνι στην Κύπρο ακολουθεί και προσπαθεί να εκφράσει τα τελευταία χρόνια το ΕΛΑΜ, το οποίο επιχειρεί να απεκδυθεί των κατηγοριών της φασιστικής οργάνωσης, αφού ως γνωστόν ξεκινησε ως κόμμα θυγατρικό της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή.
Το φάσμα της Λεπέν
Στη Γαλλία, ο Εμανουέλ Μακρόν αντιμετωπίζει μια κοινωνία βαθιά κουρασμένη από μεταρρυθμίσεις και διαρκή κρίση εκπροσώπησης. Η Μαρίν Λεπέν, έχοντας εδώ και χρόνια απεμπολήσει τον πολιτικό εξτρεμισμό του πατέρα της, εμφανίζεται ως οπαδός του Πατριωτικού Ρεαλισμού. Οι δημοσκοπήσεις τη φέρνουν ήδη σε τροχιά νίκης για το 2027. Την ίδια στιγμή, προσωπικότητες όπως ο Ερίκ Ζεμούρ ωθούν τον δημόσιο διάλογο ακόμη πιο δεξιά, επηρεάζοντας έμμεσα και τον λόγο του ίδιου του Μακρόν. Το μεταναστευτικό, η ασφάλεια και η εθνική ταυτότητα κυριαρχούν στην πολιτική ατζέντα, επισκιάζοντας την κοινωνική ανισότητα ή την κλιματική πολιτική.
Η τάση αυτή προκαλεί και σοβαρές πολιτικές αγκυλώσεις σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι χώρες της ΕΕ. Οπαδοί του πατριωτικού ρεαλισμού εμφανίζονται, τόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης όσο και το βασικό κόμμα που τον στηρίζει, δηλαδή το ΔΗΚΟ. Προς τον λαϊκισμό ρέπει και ο ΔΗΣΥ. Για παράδειγμα, στην Κύπρο αν υπήρχε ορθολογική αξιολόγηση, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και ειδικά της λειψυδρίας θα ήταν κυρίαρχο, αφού με τα φράγματα αδειανά καθίσταται προβληματική ακόμα και η ύδρευση των μεγάλων τουριστικών μας πόλεων, ενώ ήδη οι αγρότες έχουν πάρει εντολές να σταματήσουν τις εποχικές τους καλλιέργειες. Αντί τούτου, αρχικά το ΕΛΑΜ έχει περάσει την άποψη ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι το μεταναστευτικό, τη στιγμή που η χώρα μας, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Εργασίας Γιάννη Παναγιώτου, χρειάζεται έναν αριθμό 300.000 ξένων εργατών για να διατηρήσει την ανοδική τάση της οικονομίας της. Προς αυτή την κατεύθυνση ήρθε και ο ΔΗΣΥ με πρόταση νόμου για τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα για να παρασχεθεί η δυνατότητα για απελάσεις αλλοδαπών με απόφαση δικαστηρίου, σε περίπτωση που διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα. Με λίγα λόγια, δεν αρκεί ένας ενιαίος νόμος για όλους όσους εγκληματούν, αλλά χρειαζόμαστε ειδικό νόμο για τους αλλοδαπούς!
Η πρόταση νόμου που κατέθεσε ο ΔΗΣΥ στην πράξη ισοπεδώνει τις θέσεις του Κλεισθένη, του Ισοκράτη και του Αριστοτέλη, που θεωρούσαν την ισονομία θεμέλιο της Δικαιοσύνης και της πολιτικής ισότητας σε μια ευνομούμενη Πολιτεία.
Η Γερμανία και η κρίση του Κέντρου
Στη Γερμανία, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καταγράφει ιστορικά υψηλά ποσοστά. Αρχικά ξεκίνησε ως κόμμα διαμαρτυρίας και στη συνέχεια μετατράπηκε σε μόνιμο και ισχυρό πόλο επιρροής και εξουσίας, ιδίως στα ανατολικά κρατίδια. Οι δεξιές κυβερνήσεις Σολτς – Πρασίνων – Φιλελευθέρων και σήμερα η κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτζ έδειξαν αδυναμίες να απαντήσουν σε κοινωνικές πιέσεις που απορρέουν από το αυξημένο κόστος ζωής, τις μεταναστευτικές ροές και την ενεργειακή ανασφάλεια. Η απάντηση πολλών Γερμανών είναι επιστροφή σε συντηρητικά αντανακλαστικά, ακόμη και εις βάρος του φιλελεύθερου μοντέλου που χαρακτήριζε τη μεταπολεμική Γερμανία.
Ορθόδοξος συντηρητισμός
Η Πολωνία και η Ουγγαρία αποτελούν ήδη εργαστήρια του ευρωπαϊκού συντηρητισμού. Ο Βίκτορ Όρμπαν καθιέρωσε ένα θεσμικό μοντέλο «ανελεύθερης δημοκρατίας», όπου η εθνική ταυτότητα και η οικογένεια τοποθετούνται υπεράνω των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.
Η Πολωνία του Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) ακολούθησε αντίστοιχο δρόμο, αναδεικνύοντας τον καθολικισμό και την αντι-μεταναστευτική ρητορική σε κεντρικά στοιχεία πολιτικής νομιμοποίησης.
Γιατί τώρα;
Η συντηρητική στροφή έχει βαθιές ρίζες. Οι Ευρωπαίοι αισθάνονται ότι έχουν χάσει τον έλεγχο των συνόρων λόγω μεταναστευτικών ροών. Έχουν απολέσει την αγορά τους λόγω παγκοσμιοποίησης, ενώ χάνουν σταδιακά και την ταυτότητά τους λόγω ταχείας κοινωνικής αλλαγής. Σε αυτή την αβεβαιότητα, ο συντηρητισμός προσφέρει ψυχολογική ασφάλεια και πολιτική απλότητα. Προτείνει καθαρές, τις περισσότερες φορές απλοϊκές, απαντήσεις εκεί όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία προσφέρει μόνο σύνθετα ερωτήματα.
Η πρόκληση για το μέλλον
Η Ευρώπη δεν στρέφεται ομοιόμορφα δεξιά, αλλά κινείται προς έναν νέο πολιτικό ρεαλισμό. Οι φιλελεύθερες δυνάμεις καλούνται να αναμετρηθούν όχι μόνο με την ακροδεξιά, αλλά και με την κοινωνική νοσταλγία, τη λαχτάρα για σταθερότητα την επιστροφή στις ρίζες και την παραδοσιακή τάξη. Το ερώτημα δεν είναι πια αν ο συντηρητισμός θα επικρατήσει, αλλά ποια μορφή θα πάρει: θα είναι δημοκρατικός και θεσμικός, ή λαϊκίστικος με τάσεις αποκλεισμού της διαφορετικότητας;
Η απάντηση σε αυτό θα καθορίσει το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης, με την Αριστερά που κρατούσε κάποιες ισορροπίες να φαίνεται ότι έχει τεθεί εκτός παιχνιδιού.
Η Αριστερά στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα και την Κύπρο φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί στη λογική μιας αντιπαράθεσης Συντηρητισμού Vs Προοδευτισμού. Πρόκειται για έναν ξεπερασμένο διαχωρισμό που υπό τις σημερινές διαστάσεις δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα στην Αριστερά που τον επικαλείται και όχι στη Δεξιά που κινείται συντηρητικά. Το αφήγημα της Δεξιάς είναι περισσότερο εύληπτο σε αντίθεση με αυτό της Αριστεράς που προκαλεί σύγχυση. Ποιος είναι σήμερα ο προοδευτικός; Προφανώς αυτός που ακολουθεί την πρόοδο, δηλαδή αυτός που βλέπει μαθαίνει και κυρίως αλλάζει και προσαρμόζεται. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο προοδευτισμός δεν μπορεί να συνάδει με τη μονολιθικότητα της Αριστεράς που αρνείται να αλλάξει.
Ούτε το απλοϊκό τρίπτυχο Πατρίς Θρησκεία - Οικογένεια των ακροδεξιών αντέχει σε σοβαρή κριτική. Η πατρίδα, ως ένας χώρος εδαφικά, πολιτισμικά και οικονομικά ορισμένος και εν μέρει περιορισμένος, δεν μπορεί να αντέξει μπροστά στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, ούτε μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνος του τις μεταναστευτικές ροές. Οι θρησκείες στηρίζονται σε fake ιστοριούλες και παραμυθάκια αγροτών και ψαράδων από το μακρινό παρελθόν, με αποτέλεσμα σήμερα να λειτουργούν ως διαδικασία πολιτικής αποκολοκύνθωσης των μαζών και κυρίως ως εργαλείο διαχωρισμού και πρόκλησης φανατισμού. Τέλος, η οικογένεια ως ένας θεσμός που αντέχει στον χρόνο, δέχεται τεράστια πίεση, με μεγαλύτερη πρόκληση την υπογεννητικότητα. Για τη δημιουργία οικογένειας πρέπει να συντρέχουν κάποιες απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις, όπως ικανοποιητικά εισοδήματα για νέα ζευγάρια, εξεύρεση πρώτης κατοικίας, υποδομές για παιδιά κ.λπ.
Πώς η Ευρώπη μπορεί να απαντήσει;
Η ΕΕ γίνεται πιο συντηρητική και ίσως κάποια στιγμή, λένε κάποιοι αναλυτές, θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι ακροδεξιοί θα κυβερνήσουν, κυρίως αυτοί που διαχωρίζουν τις σχέσεις τους με τους φασίστες και τους Ναζί του Μεσοπολέμου. Ίσως μόνο έτσι αλλάξουν και αυτοί, και κυρίως μόνον έτσι θα καταλάβει ο κόσμος πού πάμε, αφού αποδεδειγμένα οι απλοϊκές τους προτάσεις δεν μπορούν να αρθούν στο ύψος της πολυπλοκότητας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Υπάρχουν προς αυτή την κατεύθυνση και κάποιες ενθαρρυντικές ενδείξεις. Στην Ιταλία έβγαλαν τη Μελόνι οι ακροδεξιοί. Δεν άλλαξε τόσο η Ιταλία. Μάλλον άλλαξε η Μελόνι. Στην Ολλανδία ο ακροδεξιός βουλευτής Χέερτ Βίλντερς και το Κόμμα για την Ελευθερία (PVV) έχασαν από τους Φιλελεύθερους του Γέτεν. Οι Ολλανδοί κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι μια εξελιγμένη ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να κυβερνηθεί με συνθήματα.
Αν το δούμε σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, η Ευρώπη θα μπορούσε να απαντήσει στη συντηρητική στροφή που την απειλεί, κυρίως με περισσότερη Δημοκρατία.
Ο συντηρητισμός (και ιδίως ο ακροδεξιός λαϊκισμός) αντλεί δύναμη από την αίσθηση αποκλεισμού: την ιδέα ότι οι «ελίτ των Βρυξελλών» αγνοούν τους πολίτες. Η απάντηση δεν είναι περισσότερες τεχνοκρατικές δομές, αλλά περισσότερη συμμετοχή. Ο συντηρητισμός κερδίζει όταν οι πολίτες νιώθουν ανασφάλεια κυρίως οικονομική και πολιτισμική. Η Ευρώπη χρειάζεται να επαναφέρει στο επίκεντρο την κοινωνική της πολιτική για να αντιμετωπίσει την ανισότητα, να προσφέρει προσιτή στέγη στους νέους, να προστατεύσει την εργασία με αξιοπρεπείς μισθούς, να προχωρήσει στην πράσινη μετάβαση για να ρίξει σταδιακά τις τιμές της ενέργειας και όχι για να εξυπηρετήσει αυτούς που επενδύσουν σε αυτή.
Αντί να απορρίπτει συλλήβδην συντηρητικά αφηγήματα για ρίζες, ταυτότητες και ασφάλεια, πρέπει να τα μεταφράσει σε πραγματικά προοδευτικούς όρους:
• Σε πολιτισμική παιδεία που ενώνει, όχι που αποκλείει
• Σε μια ΕΕ με καθαρές διαδικασίες, λιγότερη γραφειοκρατία και περισσότερη λογοδοσία — ειδικά στα θέματα χρηματοδότησης, lobbying και πολιτικών ευθυνών.
• Σε υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως ευρωπαϊκής «κληρονομιάς»,
• Σε μια νέα αφήγηση για την Ευρώπη ως κοινότητα αξιών και όχι μόνο ως αγορά.
• Σε έναν ευρωπαϊκό «πατριωτισμό των αξιών», απέναντι σε εθνικισμούς.






