Το είπαν εισβολή. Άλλοι επιμένουν πως ήταν «ειρηνευτική επιχείρηση». Πενήντα ένα χρόνια μετά, δεν υπάρχει πρόοδος στη συνεννόηση. Όλοι μιλούν για στρατηγικές, λάθη και ήρωες. Κανείς όμως δεν μιλά γι' αυτό που συνέβη στην κουζίνα μου, κάτω απ' τα δέντρα της αυλής μου, στη ζωή μου.
Ήμουν κορίτσι, ήμουν νεαρή, ήμουν εννέα, ήμουν ανήλικη, ήμουν 25άρα και νεαρή μαμά, ήμουν αρραβωνιασμένη, πρωτοδιορισμένη, γεμάτη όνειρα. Στις 20 Ιουλίου άκουσα πρώτα τα αεροπλάνα και μετά τα άρβυλα. Θυμάμαι τη μυρωδιά του πετρελαίου, τον τρόμο, τον ήχο από την πόρτα που έσπασε. Και μετά, τίποτα...
Επέζησα. Αυτό μου είπαν. Μα το σώμα μου έλεγε άλλα. «Δεν υπήρχε ούτε ένα εκατοστό χωρίς γδαρσίματα και μώλωπες. Αιμορραγούσα και για εβδομάδες δεν μπορούσα να περπατήσω». Με πήραν να δώσω μαρτυρία στον Ερυθρό Σταυρό. Κλαίγαμε όλοι μαζί και ένιωσα ότι δεν ήμουν μόνη. Μετά δεν ξαναμίλησα σε κανέναν και κανείς δεν ρώτησε τίποτα κι ας το ήξεραν όλοι. Το έβλεπα μέσα σε βλέμματα ντροπιασμένα. Έκτοτε είμαι μόνη.
Δούλεψα. Δεν παντρεύτηκα. «Ο αρραβωνιαστικός μου με άφησε». Παντρεύτηκα αλλά «δεν μιλήσαμε ποτέ γι' αυτό». «Έχω παιδιά αλλά δεν το ξέρουν» ή δεν μπόρεσα να κάνω παιδιά. Το κάθε άγγιγμα μου προκαλούσε αναγούλα. Έγινα η «παράξενη», η πικρόχολη, η «πελλή». Ήταν επόμενο πως θα το σωματοποιούσα όλο, το σώμα άρχισε να φθείρεται: διαβήτης, χρόνιες παθήσεις στην ουροδόχο κύστη. Ο γιατρός δεν ρωτούσε και δεν κοιτούσε στα μάτια.
Η μόνη στιγμή αναγνώρισης, χρόνια μετά, ακούστηκε η φωνή μας. Χάρη σε γυναίκες όπως η βουλεύτρια Σκεύη Κουκουμά και η υπουργός Ζέτα Αιμιλιανίδου, ξεκίνησε μια διαδικασία αναγνώρισης. Μας κάλεσαν να δηλώσουμε τι περάσαμε. Να βγούμε από τις σκιές. Κάποιες το κάναμε. Πήραμε και επίδομα. Έστω μια μικρή αναγνώριση. Αλλά ήμασταν λίγες, πολύ λίγες. Μόλις μερικές δεκάδες. Κι όμως, οι μαρτυρίες λένε πως ίσως και χίλιες γυναίκες να βιάστηκαν το 1974. Οι υπόλοιπες;
Κάθε Ιούλη, παρακολουθώ όλες τις ομιλίες. Χρησιμοποιούν μεγάλες λέξεις. «Στρατηγική», «Ψηφίσματα», «Γεωπολιτική». Κάποιοι ανάβουν κεριά. Άλλοι φορούν σημαίες. Αλλά ποτέ δεν άκουσα τη λέξη για αυτό που μου συνέβη. Δεν ταιριάζει με τα πρωτόκολλα και τις παρελάσεις. Ίσως δεν ταιριάζει με την εθνική περηφάνια που πρέπει να εκπέμπουμε.
Μετράνε τους αγνοούμενους. Μετράνε τους νεκρούς. Τους πρόσφυγες, μετρούν το έδαφος που χάθηκε. Αλλά κανείς δεν μετράει τη γυναίκα που επέστρεψε διαφορετική. Με σπασμένα τα σωθικά της. Με τη σιωπή ραμμένη στον λαιμό της.
Ζω μόνη. Κάποιες μέρες νομίζω πως τα φαντάστηκα όλα. Άλλες μέρες, τα νιώθω όλα στα κόκκαλά μου. Το σώμα θυμάται αυτά που η πατρίδα ξεχνάει.
Δεν ζητώ δικαιοσύνη πια. Ούτε συμπόνια. Θέλω μόνο κάποιος να πει ότι υπήρξα. Ότι αυτό συνέβη. Ότι για κάποιες από εμάς, ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ.
Κάθε χρόνο λένε πως «δεν ξεχνούν» και εγώ θέλω να τους πω ότι το μόνο που θέλω είναι να ξεχάσω. Θέλω μια φορά να μου πουν: «Σε βλέπω».
Σημ: Στο κείμενο χρησιμοποιούνται σε εισαγωγικά αποσπάσματα από μαρτυρίες, που έχουν δημοσιευτεί.