Του Ανδρέα Γρ. Ορφανίδη*
Η νέα εμπορική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ανακοινώθηκε επισήμως στις 27 Ιουλίου στη Σκωτία, φαινομενικά αποτρέπει μια επικίνδυνη εμπορική κλιμάκωση, ωστόσο πίσω από τις διπλωματικές διατυπώσεις κρύβονται ανισορροπίες που φέρνουν την ΕΕ αντιμέτωπη με βαθύτερες στρατηγικές αδυναμίες. Η συμφωνία επιβάλλει ενιαίο δασμό 15% στις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, αντί της απειλής για μονομερή αύξηση στο 30%, γεγονός που προσφέρεται ως «ανάσα» για ορισμένους εξαγωγείς. Ωστόσο, διατηρούνται εξαιρετικά υψηλοί δασμοί – της τάξης του 50% – σε βασικούς βιομηχανικούς τομείς, όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο, πλήττοντας καίρια τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές βιομηχανίες.
Παρότι εξαιρούνται ορισμένα κρίσιμα προϊόντα, όπως τα γενόσημα φάρμακα, οι ημιαγωγοί και τα εξαρτήματα της αεροναυπηγικής, το πλήγμα είναι αισθητό κυρίως για τις μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες και τις χαλυβουργίες. Το βασικότερο, ωστόσο, σημείο της συμφωνίας δεν αφορά μόνο τους δασμούς, αλλά τη δέσμευση της ΕΕ για αγορές αμερικανικής ενέργειας και επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως στον τομέα της άμυνας. Το οικονομικό τίμημα είναι τεράστιο και καταδεικνύει μια μετατόπιση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού προς την υπερατλαντική εξάρτηση. Οι πρώτες αντιδράσεις από την ευρωπαϊκή πλευρά δεν είναι ενιαίες. Η ενότητα της Ένωσης πλήττεται, καθώς διαφαίνεται πλέον μια ασύμμετρη δομή εντός της, με κράτη μέλη να αισθάνονται πως καλούνται να πληρώσουν το κόστος αποφάσεων που δεν ελήφθησαν συλλογικά.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η έλλειψη νομικής δέσμευσης της συμφωνίας. Πρόκειται για πολιτική συμφωνία χωρίς τη θεσμική κατοχύρωση που θα μπορούσε να προσφέρει προβλεψιμότητα ή διαφανείς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Σ’ αυτή τη συγκυρία, αναδεικνύεται με ένταση το στρατηγικό έλλειμμα της ΕΕ: η εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κρίσιμους τομείς – ενέργεια, άμυνα, φάρμακα – βαθαίνει αντί να μειώνεται. Η πολυδιαφημισμένη «στρατηγική αυτονομία» της Ένωσης παραμένει ένα ευχολόγιο, την ώρα που η Ουάσιγκτον εμφανίζεται ενισχυμένη όχι μόνο οικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά.
Το ζητούμενο για την ΕΕ δεν είναι πια η διατήρηση πρόσκαιρων ισορροπιών, αλλά η χάραξη νέας πορείας. Η ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής, η επένδυση στην τεχνολογική αυτάρκεια, η διαφοροποίηση των εμπορικών εταίρων και η δημιουργία μηχανισμών αντίμετρων πρέπει να αποτελέσουν άμεσες προτεραιότητες. Διαφορετικά, η Ένωση κινδυνεύει να συρρικνωθεί σ’ έναν παθητικό εμπορικό εταίρο, αναιρώντας τον πολιτικό της ρόλο και διεθνές εκτόπισμα.
Σε τελική ανάλυση, η νέα συμφωνία δεν αποτελεί επιτυχία της διατλαντικής συνεργασίας, αλλά προειδοποιητικό καμπανάκι για την ευρωπαϊκή αυτονομία. Η κρίση αυτή μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία για στρατηγική επανατοποθέτηση – αρκεί οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να αποφασίσουν ότι η εποχή της εξάρτησης πρέπει να τελειώσει. Διαφορετικά, η Ευρώπη θα συνεχίσει να προσδιορίζεται από τρίτους, πληρώνοντας το κόστος της αδράνειας και του κατακερματισμού.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη