Σύμφωνα με τη πρόσφατη δημοσκόπηση του ΡΙΚ, το 48% έμαθε για τα γεγονότα του 1974 κυρίως έξω από το σχολείο, το 10% κυρίως στο σχολείο και το 37% απαντά ότι έμαθε για τα γεγονότα εντός και εκτός σχολείου. Αυτή η τάση είναι άκρως ανησυχητική. Η διδασκαλία της σύγχρονης Ιστορίας μιας χώρας είναι σημαντική, διότι βοηθά τους πολίτες να γίνουν ενημερωμένοι και ενεργοί πολίτες, οι οποίοι μπορούν να λαμβάνουν καλύτερες αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον. Παρέχει διδάγματα από τα λάθη και τα επιτεύγματα του παρελθόντος και αναπτύσσει την κριτική σκέψη και την ενσυναίσθηση, δείχνοντας πώς το παρελθόν διαμορφώνει τις τρέχουσες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες.
Φαίνεται ότι στα σχολεία είναι ταμπού να συζητάνε για την ΕΟΚΑ Β΄, τον Γρίβα, τον Μακάριο ή τη χούντα. Πολλοί καθηγητές διστάζουν να πούνε τα πράγματα με το όνομά τους για να μην τους κολλήσουν τη ρετσινιά του προδότη ή ανθέλληνα κ.λπ. Έτσι, η μαθητιώσα νεολαία έχει μόνο άκρες μέσες γνώσεις για το τι συνέβη το 1974 και γίνεται έρμαιο των λαικιστών οποιασδήποτε πλευράς. Δυστυχώς, δεν μιμηθήκαμε το παράδειγμα της Γερμανίας, που αμέσως μετά την καταστροφή που υπέστη στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο κάλεσε μια ομάδα κοινωνικών επιστημόνων για να γράψουν τα σχολικά βιβλία και να μάθουν οι νέοι για τον Χίτλερ, τον εθνικοσοσιαλισμό και το Ολοκαύτωμα. Τα θέματα αυτά είναι ενσωματωμένα στο πρόγραμμα σπουδών Ιστορίας σε όλα τα γερμανικά ομόσπονδα κράτη. Είναι υποχρεωτικό μάθημα στο λύκειο και στο γυμνάσιο. Κανένας μαθητής δεν αποφοιτά από το σχολείο χωρίς να έχει μια σφαιρική εικόνα για αυτό το κεφάλαιο της γερμανικής Ιστορίας. Επιπλέον, το θέμα συζητιέται ελεύθερα στα πανεπιστήμια. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι η άρνηση του Ολοκαυτώματος αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Κάτι παρόμοιο με τη Γερμανία, θα 'πρεπε να γινότανε και στην Κύπρο. Να θεωρείτο λ.χ. η αναφορά της ΕΟΚΑ Β’ ως «πατριωτικής οργάνωσης» (το έχουμε ακούσει κι αυτό!) παράνομη. Αντ΄ αυτού, βλέπουμε σε κάποιους ποδοσφαιρικούς αγώνες το πανό «ΕΟΚΑ Β’ ξανακτύπα». Ο Γρίβας, ο οποίος ίδρυσε την εγκληματική και προδοτική ΕΟΚΑ Β’, όχι μόνο δεν έχει αποδομηθεί, αλλά τα κόμματα ΔΗΣΥ και ΕΛΑΜ τελούν ετήσια μνημόσυνά του για να τιμήσουν τη μνήμη του «Αρχηγού του Απελευθερωτικού Αγώνα». Κι αυτό γίνεται παρόλο που η Βουλή με το ψήφισμά της τον Δεκέμβρη του 2022 έχει ζητήσει «από όλους τους θεσμούς του κράτους να σέβονται τη μνήμη και τις πληγές του κυπριακού λαού και να απέχουν από εκδηλώσεις τιμής και ηρωοποίησης όλων όσοι στράφηκαν κατά της δημοκρατικής νομιμότητας και ειδικότερα του αρχηγού και μελών της ΕΟΚΑ Β΄ ή/και στελεχών της πραξικοπηματικής κυβέρνησης». Όλα αυτά συνδέονται με τα γεγονότα του 1974 αλλά δεν αναφέρονται στο μάθημα της Ιστορίας. Διερωτώμαι πόσοι μαθητές θα μπορούσαν να συζητήσουν ερωτήσεις -θέματα όπως: Τι έγινε στις 15 Ιουλίου 1974; Πραξικόπημα; Ελληνική εισβολή; Χουντική εισβολή; Η χούντα δεν βγήκε από τα σπλάχνα της Ελλάδας; Νομιμοποιείται η αναφορά «ελληνική» εισβολή»; Στις 20 Ιουλίου η Τουρκία εισέβαλε ή επενέβη στην Κύπρο; Αν ήταν εισβολή, γιατί ήταν βάρβαρη; Μήπως επειδή συνοδεύτηκε από δολοφονίες αθώων πολιτών και βιασμούς; Μα τότε όλες οι εισβολές στην παγκόσμια Ιστορία δεν ήτανε βάρβαρες; Αυτά είναι κάποια από τα πολλά ερωτήματα που οι μαθητές μας θα 'πρεπε να συζητούν νηφάλια στην τάξη.
Όμως, το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η ιστορική εκπαίδευση στην Κύπρο καλλιεργεί την έχθρα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τη στιγμή μάλιστα που μετά την εκλογή του Έρχιουρμαν καταβάλλεται πάλι προσπάθεια να επανενωθεί η πατρίδα μας. Και ο λόγος που αναπτύσσεται αυτή η έχθρα είναι κυρίως ο τρόπος που διδάσκεται η Ιστορία. Σ΄αυτό τον τομέα έχουμε αποτύχει παταγωδώς. Δεν γίνεται, δεν επιτρέπεται, δεν συγχωρείται οι Ε/Κ να θεωρούν τους συμπατριώτες τους Τ/Κ «προαιώνιους εχθρούς» και αντίστροφα. Με τέτοιες ιδεοληψίες, πώς θα κτίσουμε μια κοινή πατρίδα; Πώς θα εδραιωθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη; Καλό, βέβαια, είναι να ενημερώσουμε τους πολίτες τα συνεπαγόμενα της ΔΔΟ, αλλά είναι απείρως πιο σημαντικό να ξεριζώσουμε την αμοιβαία έχθρα που κοχλάζει, κυρίως μεταξύ των νεαρών.
Η διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία, ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά, είναι η αποστήθιση μιας λίστας γεγονότων. Επομένως, οποιαδήποτε παρέκκλιση από την επίσημη εκδοχή όπως εκφράζεται μέσω των βιβλίων θεωρείται «παραχάραξη της Ιστορίας». Με άλλα λόγια, η επιδίωξη να αποκατασταθεί η Ιστορία και να καθαρθεί από τις επίσημες παραχαράξεις συνιστά «παραχάραξη της Ιστορίας»! Γι΄ αυτό, η συγγραφή ενός βιβλίου Ιστορίας που να περιέχει τη βερσιόν και των δύο κοινοτήτων και να υποδεικνύει πολλές και ανεξάρτητες πηγές είναι εκ των ων ουκ άνευ για εδραίωση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Εν ολίγοις, επείγει να υιοθετήσουμε την πολυπρισματική θεώρηση στη διδασκαλία και μάθηση της Ιστορίας. Αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να ενισχυθεί και από τα ε/κ και τ/κ ΜΜΕ. Η περιγραφή ωμοτήτων της άλλης πλευράς με φρικιαστικές λεπτομέρειες πρέπει να σταματήσει. Μόλις τις προάλλες (στις 15/11) ο σταθμός Μπαϊράκ περιέγραφε τη σφαγή 24 Τ/Κ στην Κοφίνου το 1967 με φωτογραφικό υλικό. Τρεις μέρες αργότερα (18/11) το ΡΙΚ πρόβαλε σε ειδικό πρόγραμμα τη σφαγή Ε/Κ στον Κοντεμένο. Μπορούν αυτοί οι σταθμοί να σπάσουν το «γυάλινο ταβάνι», και να φθάσουν σε ένα επίπεδο πληροφόρησης που προηγουμένως φαινόταν πλήρως ανέφικτο; Να συζητούν, π.χ., στον Μπαϊράκ το απεχθές έγκλημα στο Παλαίκυθρο και στο ΡΙΚ τη σφαγή του ανδρικού πληθυσμού της Τόχνης και έτσι να αποδείξουν ότι η θηριωδία δεν έχει ούτε θρησκεία ούτε εθνικότητα; Μόνο αν η απάντηση είναι καταφατική θα έχουμε ελπίδες συμφιλίωσης.
*Οικονομολόγος, κοινωνικός επιστήμονας






