«Πατέρες και γιοι». Ήταν το όνομα ενός μυθιστορήματος του Ρώσου συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ, ο οποίος μου αρέσει πολύ. Με επηρέασε πολύ. Πυροδότησε τις συζητήσεις του νιχιλισμού τον 19ο αιώνα. Με μάγεψε ο ήρωας εκείνου του μυθιστορήματος, Μπαζάροφ. Ήταν ένα νέος άνδρας με πολύ υψηλή αυτοπεποίθηση, περήφανος και πολύ ενθουσιώδης για να γκρεμίσει όλα τα υφιστάμενα ταμπού. Ο δε ηλικιωμένος και συντηρητικός άνδρας που στάθηκε απέναντί του προσπαθούσε να τον ξεγελάσει συνεχώς. «Κατάλαβα», έλεγε, «θα γκρεμίσετε τα πάντα, όμως τι θα βάλετε στη θέση τους;» Ο Μπαζάροφ απάντησε χωρίς καθόλου δισταγμό: «Το δικό μου καθήκον είναι να γκρεμίσω, ας σκεφτούν εκείνοι που θα έρθουν μετά από εμένα πώς θα κτίσουν». Εκείνη την ημέρα κατάλαβα ότι το να γκρεμίζεις είναι πιο δύσκολο από το να κτίζεις. Και αναρωτήθηκα πώς οι κοινωνίες ανέχονται έναν δικτάτορα 30-40 χρόνια.
Αναφερόμαστε σε πατεράδες και γιους, όμως το θέμα μας δεν είναι ο νιχιλισμός και άλλα παρόμοια. Διάβασα την εντυπωσιακή ιστορία σε σχέση με τον γιο του ηγέτη της σοσιαλιστικής κινέζικης επανάστασης του 1949, Μάο Τσε Τουνγκ. Όταν άρχισε ο πόλεμος στην Κορέα το 1950, είχε μπει και η Κίνα στον πόλεμο, στο πλευρό της Κορέας, ενάντια στην ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Και ο Μάο είχε στείλει τον γιο του στρατιώτη σε αυτόν τον πόλεμο. Ο γιος του έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια ενός αεροπορικού βομβαρδισμού. Ο Μάο το υποδέχτηκε ως πολύ φυσιολογικό αυτό και είπε ότι «πέθανε κάποιος από τον λαό». Δεν πένθησε. Δεν έγινε μια διαφορετική κηδεία για τον γιο του. Όμως, μια ρήση που είπε ο Μάο ενίσχυσε τις πόρτες της Κίνας που άνοιξαν για τη νέα περίοδο και αυτή η ρήση έμεινε στην Ιστορία: «Η επανάσταση προχωρά με ατομικές απώλειες». Έβαλε τελεία και στις συζητήσεις τού κατά πόσον «η υπόθεση είναι για τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος για την υπόθεση». Αποφασίστε. Ποιο από αυτά είναι;
Έτσι ήταν και η σχέση του Στάλιν με τον γιο του Γιακόφ. Όταν επιτέθηκαν οι στρατιές του Χίτλερ στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν και ο Γιάκοφ ένας απλός στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού. Πιάστηκε αιχμάλωτος των Γερμανών. Δεν άργησαν οι Ναζί στρατηγοί να ανακαλύψουν ότι ήταν γιος του Στάλιν. Δεν τον σκότωσαν. Θέλησαν να τον ανταλλάξουν. Υπήρχαν Γερμανοί στρατάρχες αιχμάλωτοι στα χέρια του Στάλιν. Ο Χίτλερ πρότεινε να γίνει ανταλλαγή ανάμεσα σε αυτούς τους στρατάρχες και τον Γιακόφ. Αρνήθηκε ο Στάλιν. Και πέρασε στην Ιστορία αυτό που είπε. «Δεν ανταλλάζω έναν απλό στρατιώτη με αρχιστράτηγο». Κατέρρευσε ο γιος του Γιάκοφ μπροστά σε αυτή τη σκληρή στάση του πατέρα του και έχασε και την τελευταία του ελπίδα. Κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Και πιάστηκε στα ηλεκτροφόρα σύρματα του στρατοπέδου και πέθανε μια μέρα καθώς έτρεχε για να αποδράσει. Καταδείχθηκε ακόμα μια φορά στον κόσμο με αυτό το παράδειγμα ότι το κράτος είναι μεγαλύτερο από τον άνθρωπο.
Έχασε τον γιο του και ο Ραούφ Ντενκτάς. Ο Ραΐφ έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα στον δρόμο της Αμμοχώστου. Ουσιαστικά δεν ήταν δυστύχημα αυτό. Έγκλημα ήταν. Σε μια συνέντευξη που έκανα με τον Σερντάρ Ντενκτάς μετά από χρόνια μού είπε ότι «Η ΜΙΤ της Τουρκίας σκότωσε τον αδελφό μου Ραΐφ». Προκάλεσε βαθιά θλίψη στην κοινότητα ο αναπάντεχος θάνατος του Ραΐφ, ο οποίος σε νεαρή ηλικία σχημάτιζε μια πολύ διαφορετική εικόνα από τον πατέρα του. Όμως, ο Ντενκτάς δεν είπε ποτέ ότι η ΜΙΤ σκότωσε τον Ραΐφ. Αυτός ο θάνατος δεν τον οδήγησε να χάσει τίποτα από την προσήλωσή του στην Τουρκία. Δεν κλόνισε την πίστη του. Λυπήθηκε πολύ, έκλαψε, όμως συνέχισε κατά τον ίδιο τρόπο τον δρόμο που ξέρουμε.
Και ο ταγματάρχης δρ Ιλχάν. Ο πατέρας τριών μικρών παιδιών που δολοφονήθηκαν στο μπάνιο μαζί με τη γυναίκα του. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει σίγουρα τι συνέβη σε αυτόν τον άνθρωπο. Τον πρώτο καιρό υπήρχαν κάποιοι που έλεγαν πως έχασε το μυαλό του. Ύστερα συνέχισε την ιατρική στην Τουρκία. Όμως, μετά από χρόνια τον έφεραν στο νησί και βγήκε στην τηλεόραση. Είπε πολύ παράξενα πράγματα. Διηγήθηκε το γεγονός. Βγήκε, λέει, από το σύνταγμα στο Κιόνελι τον Δεκέμβριο του 1960 και πήγε στην πρεσβεία της Τουρκίας. Ακόμα δεν γνώριζε το έγκλημα που έγινε, λέει. Μπήκε μέσα από την πόρτα της πρεσβείας. Και εκείνη τη στιγμή τον ενημέρωσαν για την είδηση. Και εκείνος είπε «ας είναι καλά η πατρίδα». Εγώ δεν τον πίστεψα. Εσείς τον πιστέψατε;






