Με επιστολή του προς τον υπουργό Υγείας, ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Νίκος Κέττηρος διερωτήθηκε, εύλογα, γιατί δεν έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα στην Κύπρο ειδική υπηρεσία που να παρέχει σε άτομα με άνοια συσκευές εντοπισμού, όπως βραχιόλια, ρολόγια και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές με κουμπί SOS και δυνατότητα GPS, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλειά τους και να εξασφαλίζεται η άμεση ειδοποίηση συγγενών ή αρμόδιων Αρχών σε περιπτώσεις περιπλάνησης ή έκτακτης ανάγκης. Είναι και δική μας απορία γιατί, ενώ το μέτρο εφαρμόζεται με επιτυχία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχει αποδειχθεί ότι σώζει ζωές, η Κύπρος εξακολουθεί να το μελετά.
Τα περιστατικά περιπλάνησης ατόμων με άνοια αυξάνονται, και οι οικογένειες ζουν καθημερινά με τον φόβο μιας πιθανής εξαφάνισης. Η τεχνολογία υπάρχει. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν υπάρχει και η πολιτική βούληση ώστε να δοθεί επιτέλους λύση σε ένα ζήτημα που στο παρελθόν κόστισε ζωές. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου άτομα με άνοια διέλαθαν της προσοχής συγγενών ή οικιακών βοηθών, βγήκαν από το σπίτι, χάθηκαν και δεν επέστρεψαν ποτέ. Γι’ αυτό ο κ. Κέττηρος κάλεσε τον αρμόδιο υπουργό Υγείας, Μιχάλη Δαμιανού, να ενημερώσει τη Βουλή για τις προθέσεις του.
Σύμφωνα με την απαντητική επιστολή του κ. Δαμιανού προς τη Βουλή, ημερομηνίας 25 Νοεμβρίου 2025, «το θέμα είχε συζητηθεί στο παρελθόν στην Πολυθεματική Επιτροπή για την Άνοια και αναμένεται να τεθεί εκ νέου, καθώς η Επιτροπή βρίσκεται σε διαδικασία επανασύστασης».
Η πρόθεση ένταξης της συγκεκριμένης δράσης στο επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Άνοια είναι ασφαλώς θετική. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι η συμπερίληψη ενός μέτρου σε ένα σχέδιο δράσης δεν συνεπάγεται απαραίτητα και την εφαρμογή του.
Το Υπουργείο Υγείας αναγνωρίζει ότι δεν έχουν διενεργηθεί μελέτες για τη ίδρυση μιας τέτοιας υπηρεσίας στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι παρόμοια συστήματα λειτουργούν ήδη σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, αλλά και στη χώρα μας, για την προστασία θυμάτων βίας. Η προσαρμογή τους για άτομα με άνοια, όχι μόνο είναι εφικτή, αλλά και απολύτως αναγκαία.
Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας, «η συσκευή εντοπισμού θα μπορούσε να παρέχεται από την Πολιτεία κατόπιν αξιολόγησης και συνταγογράφησης από νευρολόγους και ψυχιάτρους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι συσκευές εντοπισμού θα παραχωρούνται σε διαγνωσμένους ασθενείς, ενώ η προμήθειά τους θα λειτουργεί προς το συμφέρον του ασθενούς, εφόσον η ανάγκη θα τεκμηριώνεται από ειδικό ιατρό». Πρόκειται για μια ορθή προσέγγιση, καθώς μια τέτοια διαδικασία θα διασφαλίζει ότι οι συσκευές GPS θα παραχωρούνται αποκλειστικά σε άτομα με τεκμηριωμένη ανάγκη, προστατεύοντας τόσο το δημόσιο χρήμα όσο και τους ίδιους τους ασθενείς.
Ωστόσο, παρά τις θετικές προθέσεις, η κατακλείδα της επιστολής του κ. Δαμιανού προκαλεί προβληματισμό: «Το θέμα θα τεθεί προς συζήτηση και περαιτέρω μελέτη από τη νεοσύστατη Πολυθεματική Επιτροπή για την Άνοια». Μία ακόμη επιτροπή, μία ακόμη συζήτηση χωρίς να γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει…
Σε μια χώρα όπου οι υποδομές για την άνοια παραμένουν αποσπασματικές και οι οικογένειες σηκώνουν μόνες το βάρος της καθημερινής φροντίδας, η συζήτηση για απλές, οικονομικά προσιτές και αποδεδειγμένα αποτελεσματικές λύσεις δεν μπορεί να αναβάλλεται επ’ άπειρον. Η τεχνογνωσία υπάρχει. Τα χρήματα υπάρχουν και αν δεν υπάρχουν, οφείλει η Πολιτεία να τα βρει, αν θέλει να αποκαλείται κράτος πρόνοιας. Τι λείπει από την εξίσωση; Η πολιτική απόφαση για να υιοθετηθεί ένα μέτρο που εφαρμόζεται ήδη με μεγάλη επιτυχία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Κύπρος δεν χρειάζεται άλλες επιτροπές για να αντιληφθεί ότι ένα βραχιόλι εντοπισμού μπορεί να σώσει ζωές. Χρειάζονται αποφάσεις, κ. Δαμιανού.
Όπως λέει και ο σοφός λαός, «το λαμπρόν τζιεί που πέφτει κρούζει». Και μέχρι να λάβετε τις αποφάσεις σας, κ. Δαμιανού, οι οικογένειες θα συνεχίσουν να ζουν με την αγωνία ενός τηλεφώνου που ίσως χτυπήσει κάποια στιγμή για λάθος λόγο. Όσο το σκέφτεστε, κ. υπουργέ, να θυμάστε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.






