Από παιδιά τις μέρες των γιορτών, και ειδικά τις μέρες του Πάσχα, τις περνούσαμε με τη γιαγιά και τον παππού. Για όσους από εμάς φανήκαμε τυχεροί και τους είχαμε κοντά μας, σαν δεύτερους γονείς, αφού ήταν αυτοί που θα μας κρατούσαν το χέρι, θα μας έκαναν κάθε χατίρι, θα μας έφτιαχναν το αγαπημένο μας φαγητό, θα μας έπαιρναν βόλτες. Θα ήταν εκείνοι που θα μας περίμεναν έξω από την είσοδο του σχολείου για να μας πάρουν στο σπίτι μέχρι να σχολάσουν οι γονείς μας, αυτοί που δεν θα μας πίεζαν, αντίθετα θα τους λέγαμε τα μυστικά μας. Τις τελευταίες ημέρες, οι παππούδες και οι γιαγιάδες, και τα άτομα της τρίτης ηλικίας γενικότερα, μένουν σπίτι και εμείς επιλέξαμε αντί της αγκαλιάς να τους αφήσουμε μόνους - ακούγοντας τους ειδικούς – για να τους προστατεύσουμε. Επιλέξαμε να μην πάμε στη γιαγιά να φτιάξουμε φλαούνες. Να μην πάμε με τον παππού βόλτα και να μιλήσουμε ή απλά να κάτσουμε στην αυλή μαζί να παίξουμε μια παρτίδα τάβλι. Είναι από τις στιγμές που στεναχωριέσαι. Στη σκέψη της γράφουσας αυτές τις ημέρες βρίσκονταν αρκετές αναρτήσεις και φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φίλων. Φωτογραφίες που απεικονίζουν τον παππού και τη γιαγιά πίσω από μια οθόνη, αν έχουν και ξέρουν να χρησιμοποιούν υπολογιστές και έξυπνα κινητά, ή εικόνες από επισκέψεις κάτω από το μπαλκόνι τους.

Συναντήσεις από μακριά
«Τι κάμνετε κ. Σούλλα; Είσαστε καλά; Τα παιθκιά σας;» Βούρκωσαν τα μάτια της… «Καλά κόρη μου, δαμαί, μόνη μου. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο με τη Σοφία μου, την εγγονή μου», λέει με παράπονο. «Πώς περνάτε τις μέρες σας; Επεθυμήσετέ τους;», ρωτώ. «Αχ κόρη μου. Ξέρουμε πως εν για το καλό μας, αλλά λείπουν μας. Σήμερα ήταν να ήταν γεμάτο ζωή το σπίτι μας. Εμείναμεν μόνοι μας όπως τους κουκκουφκιάους. Που τον καναπέ, στην κουζίνα τζαι πίσω. Δεν πάμε ούτε εκκλησία τζαι τζείνο εν το μαράζι μου, ειδικά έτσι μέρες πονεί μας πολλά. Το σπίτι μου ήταν γεμάτο, έρχονταν οι γειτόνισσες, ετοιμάζαμε τα πράματα. Προχτές έκλαια. Άσχημο πράμα η μοναξιά».
Η κ. Ελλού μένει μόνη της εδώ και χρόνια. Αυτές τις μέρες, θα πει, νιώθει ακόμα πιο μόνη. Παρέα με το ραδιόφωνό της ακούει τις ψαλμωδίες. «Οι κόρες μου δουλεύουν στη δημόσια υπηρεσία, οπότε προσέχουν ακόμα πιο πολύ διότι έρχονται σε επαφή με κόσμο». Μιλώντας θα πει με δόση χιούμορ ότι η ίδια πρόλαβε το κέρφιου των Άγγλων, οπότε αντέχει την καραντίνα. «Να περάσει να δω τα παιθκιά μου τζαι αντέχουμε, κόρη μου», θα προσθέσει.
Πιο κάτω ο κ. Γιώργος. Τον συναντώ να κάθετε σκεφτικός στην καρέκλα του. «Πολλές οι σκέψεις σου κ. Γιώργο». «Έτσι ώρα θα πήγαινα να πιάσω τα μωρά που το σχολείο. Έχει έναν μήνα να τους δω. Λείπουν μας», θα πει με παράπονο. «Τι κάνεις για να περάσει η ώρα σου;» ρωτάω για να αλλάξουμε θέμα. «Επιάσαν μου τούτο το μαραφέτι τζαι εδείξαν μου να απαντώ άμα με πιάνουν που την κάμερα. Είντα να κάμω; Στα γερατιά εμάθαμεν τζαι το ίντερνετ», θα απαντήσει με χιούμορ. «Εν κανεί, εκόψαν μας τζαι την εκκλησιά τζαι τον καφενέ να δούμε κανέναν γείτονα, να παίξουμε κανένα τάβλι», θα πει με παράπονο.
Άδεια η πόλη
Η κ. Μαρία και ο κ. Φώτης μένουν στην παλιά πόλη της Λευκωσίας. Τέτοιες μέρες, και ειδικά την ημέρα του Επιταφίου και της Ανάστασης, η πόλη έπιανε μιαν άλλη μυρωδιά και γέμιζε ζωή. Κάθε Μ. Παρασκευή γινόταν η περιφορά των Επιταφίων των εκκλησιών που βρίσκονται εντός των τειχών, ενώ το Μ. Σάββατο θα έψαλλαν όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Φέτος η πόλη παρέμεινε βουβή και οι άνθρωποί της κλείστηκαν στο σπίτι, θα πουν στον «Π». «Τέτοιες μέρες έρχονταν τα παιδιά μας και φτιάχναμε τσουρέκια, κουλούρια, φλαούνες. Μας έφερναν και τα μωρά, παρά να κάθονται μπροστά στα κινητά. Τη Μ. Παρασκευή προσκυνούσαμε εφτά Επιταφίους, έτσι εν το έθιμο. Μετά εκάμναμεν τον γύρο της Λήδρας και της Ονασαγόρου. Φέτος, κόρη μου, τη νύχτα το μόνο που ακούεις εν τον αέρα που φυσά», περιγράφει η κ. Μαρία. «Έρημη πόλη, το μόνο που ακούμε εν την καμπάνα, αλλά δεν μπορούμε να πάμε εκκλησία. Ο γιος μας απαγόρευσέν μας τα ούλλα. Μια φορά την εβδομάδα πάει υπεραγορά και πιάνει μας και εμάς πράματα», λέει με παράπονο.