Η ελευθερία του Τύπου αποτελεί βασικό πυλώνα ενός δημοκρατικού κράτους και κάθε κυβέρνηση, που θέλει τουλάχιστον να θεωρεί τον εαυτό της ως τέτοιο, οφείλει να τη διαφυλάσσει σαν κόρη οφθαλμού. Παρά το γεγονός ότι η Κύπρος, σύμφωνα με την κατάταξη του Παγκόσμιου Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου για το 2023 από τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, είναι σε βελτιωμένη θέση σε σχέση με το παρελθόν (55η), στην πράξη τα πράγματα φαίνεται να γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Μια δυσάρεστη εξέλιξη που όμως δεν φαίνεται να προβληματίζει όσους χαράσσουν πολιτική και συμμετέχουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αφού μάλλον βολικό είναι γι’ αυτούς οι δημοσιογράφοι να λειτουργούν ως όχημα μεταφοράς, παρά ως τέταρτη εξουσία που θα ασκεί έλεγχο και κριτική. Τόσο ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου όσο και ο ακαδημαϊκός/δημοσιογράφος Γιώργος Παυλίδης που μίλησαν στον «Π», βλέπουν πως στην Κύπρο οι αρχές περισσότερο λογοκρίνουν το έργο των δημοσιογράφων παρά προωθούν την ελευθεροτυπία. Οι δύο έμπειροι δημοσιογράφοι, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου στις 3 Μαΐου και την έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, αναπτύσσουν τη δική τους οπτική ως προς το πόσο πραγματικά ελεύθεροι είναι οι Κύπριοι δημοσιογράφοι.
Η έκθεση
Στην έκθεση που σύνταξε για το 2023 η οργάνωση Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, η Κύπρος βρίσκεται στην 55η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες στην κατάταξη του Παγκόσμιου Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου. Αποτέλεσμα βελτιωμένο σε σχέση με αυτό του 2022, όπου η χώρα μας είχε καταταχθεί 65η. Ο Δείκτης για την Κύπρο συνοδεύεται από αρκετά αρνητικά στοιχεία αφού στην έκθεση καταγράφεται πως κυβέρνηση, Ορθόδοξη Εκκλησία και επιχειρηματικά συμφέροντα ασκούν σημαντική επιρροή επί των ΜΜΕ. Οι Κύπριοι δημοσιογράφοι, σύμφωνα με την έκθεση, δεν υφίστανται απειλή για τη σωματική τους ακεραιότητα, αποτελούν όμως στόχο λεκτικών επιθέσεων από πολιτικούς. Ποιος άλλωστε μπορεί να ξεχάσει, όσο και αν προσπαθήσαμε να το διακωμωδήσουμε, τον «δαίμονα» που θα μας έπαιρνε επί Αναστασιάδη αν κάποια ερώτηση τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Γίνεται επίσης αναφορά σε «όλο και πιο ευάλωτα εμπορικά συμφέροντα», λόγω της στενής διαφημιστικής αγοράς. Το δε Κυπριακό ζήτημα χαρακτηρίζεται «ταμπού» από την οργάνωση ως προς τη δημοσιογραφική κάλυψή του, με λίγες και επικρινόμενες διαφοροποιήσεις από την κυβερνητική ρητορική. Σημειώνεται επίσης πως η μακροχρόνια διένεξη μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων έχει σημαντικό αντίκτυπο στο πώς λειτουργούν τα ΜΜΕ. Όσον αφορά τις διάφορες κατηγορίες ξεχωριστά, η Κύπρος βρίσκεται στην 50ή θέση στις πολιτικές επιρροές, ενώ στην οικονομική ανεξαρτησία κατατάσσεται 56η. Στη νομοθετική προστασία του Τύπου 52η, στον δείκτη κοινωνικής ελευθερίας 85η και στην κατηγορία της ασφάλειας των δημοσιογράφων 29η.
Γιώργος Φράγκος: Λιγότερο ελεύθεροι από όσο φαίνεται

«Οι Κύπριοι δημοσιογράφοι είναι λιγότερο ελεύθεροι από όσο φαίνεται ότι είναι», λέει στον «Π» ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου Γιώργος Φράγκος, ο οποίος θεωρεί πως στην πατρίδα μας τα πάντα προσκρούουν στο μικρό μας μέγεθος. «Το μέγεθος της αγοράς, του ακροατηρίου, του αναγνωστικού και τηλεοπτικού κοινού, καθιστούν δημοσιογράφους και ΜΜΕ ιδιαίτερα προσεκτικούς και ευάλωτους», συμπλήρωσε. Κατά τον κ. Φράγκο, οι ισορροπίες είναι λεπτές και η βιωσιμότητα και ο βιοπορισμός είναι μεγάλοι σκόπελοι για την ελευθεροτυπία. «Την ίδια ώρα», συνέχισε, «στο μιντιακό τοπίο της χώρας μας λειτουργεί περισσότερο η υποσυνείδητη αυτολογοκρισία παρά η ενσυνείδητη λογοκρισία εκ μέρους των αρχών». Ο κ. Φράγκος έκανε επίσης λόγο για ανεπαρκές θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα της δημοσιογραφίας στον τόπο μας, ώστε οι Κύπριοι δημοσιογράφοι να είναι και να νιώθουν πραγματικά ελεύθεροι. «Η υφιστάμενη νομοθεσία», είπε, «εκτός από ανεπαρκής, εμπεριέχει αναχρονισμούς αλλά και αποικιοκρατικά κατάλοιπα που μας εκθέτουν πανευρωπαϊκά και διεθνώς» και συμπλήρωσε πως «η αρχή της αυτορρύθμισης του δημοσιογραφικού κλάδου παραβιάζεται και διαβρώνεται κατά κόρον». Συνεπώς, κατά τον πρόεδρο της ΕΣΚ, «πρώτη και βασική προϋπόθεση για την ελευθερία έκφρασης ΜΜΕ και δημοσιογράφων είναι ο εκσυγχρονισμός, η συμπλήρωση και διόρθωση του υφιστάμενου θεσμικού – νομοθετικού πλαισίου με εύτολμες, ριζοσπαστικές και ρηξικέλευθες πρόνοιες που να λύνουν τα χέρια στους επαγγελματίες δημοσιογράφους». Ο κ. Φράγκος πρόσθεσε πως αναφέρεται στους δημοσιογράφους «που αντιλαμβάνονται σωστά την αποστολή τους, που δεν είναι άλλη από το να υπηρετούν τους εξουσιαζόμενους, δηλαδή τους πολίτες, και να ελέγχουν τους εξουσιαστές, δηλαδή όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα και όλους τους τομείς». Ως δεύτερη βασική προϋπόθεση, έθεσε τις σωστές, δίκαιες και ισότιμες εργασιακές σχέσεις στον δημοσιογραφικό κλάδο και παράλληλα την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών συνθήκων, απολαβών και ωφελημάτων. «Ο εργασιακά ανασφαλής δημοσιογράφος ούτε ελεύθερος είναι, ούτε επαρκής ως προς την αποστολή του μπορεί να είναι», κατέληξε ο κ. Φράγκος.
Γιώργος Παυλίδης: Βάζουμε την άμαξα μπροστά από το άλογο

Από την πλευρά του, ο πανεπιστημιακός και δημοσιογράφος Γιώργος Παυλίδης, μιλώντας στον «Π», ανέφερε πως «η ελευθερία των δημοσιογράφων –κατά τον Αριστοτέλη η δυνατότητα 'ελεύθερης προτίμησης'- αποτελεί προϋπόθεση ευθύνης και κατ’ επέκταση επαγγελματικής και δεοντολογικής συμπεριφοράς». Εξήγησε πως «αν θέλουμε να έχουμε κοινωνικά ωφέλιμη, υπεύθυνη δημοσιογραφία, πρέπει πρώτα να διασφαλίσουμε ένα περιβάλλον ελεύθερης δραστηριότητας για τους λειτουργούς των ΜΜΕ». Ο κ. Παυλίδης εκτιμά ότι στην Κύπρο λειτουργούμε… μάλλον ανάποδα, βάζοντας την άμαξα μπροστά από το άλογο. «Οι πολιτειακοί άρχοντες», είπε, «θέλοντας προφανώς να δημιουργήσουν ένα δίχτυ προστασίας για την εξουσία και τους εαυτούς τους, δίνουν προτεραιότητα στον καθορισμό και θεσμοθέτηση των ορίων αντί των ελευθεριών των δημοσιογράφων». Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο τελευταίο διάστημα όπου κατ’ εκείνον τόσο η νομοθετική, όσο και η εκτελεστική εξουσία προβαίνουν σε ενέργειες και καταθέτουν προτάσεις που οδηγούν τα πράγματα περισσότερο προς την ποινικοποίηση της δημοσιογραφίας, παρά στη διασφάλιση της ελεύθερης δραστηριότητας και λειτουργίας των δημοσιογράφων. «Η πρόσβαση στην ελεύθερη πληροφόρηση τόσο στην Κύπρο, όσο όμως για να είμαστε δίκαιοι και αλλού, έχει περιοριστεί», επεσήμανε και έφερε ως παράδειγμα από τη νέα πραγματικότητα το γεγονός ότι τα τελευταία δέκα σχεδόν χρόνια έχει κατά τρόπο αυθαίρετο τερματιστεί η καθημερινή, δημόσια ενημέρωση (διάσκεψη Τύπου) των δημοσιογράφων από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο. Να σημειωθεί πως ο νυν κυβερνητικός εκπρόσωπος Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης εξέφρασε πρόθεση για να την επαναφέρει, χωρίς όμως να έχει προβεί σε κάποια ουσιαστική κίνηση μέχρι στιγμής. Ο κ. Παυλίδης συνέχισε λέγοντας πως «οι κρατούντες προφανώς προτιμούν τη μετατροπή της δημοσιογραφίας από εξουσία ελέγχου σε όχημα μεταφοράς του επίσημου αφηγήματος και σε μεγάλο βαθμό το έχουν καταφέρει». Ανεξάρτητα όμως από την ευθύνη των πολιτειακών αρχόντων, ο ίδιος δεν απαλλάσσει τους ίδιους τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ από το δικό τους μερίδιο, που όπως λέει, «ακούσια ή εκούσια αποδέχονται τον περιορισμό των δημοσιογραφικών ελευθεριών, λειτουργώντας σαν νεροκουβαλητές της εξουσίας».