Έναν πλανήτη με σύννεφα από σκόνη μαγνησίου και πιθανώς σίδηρο, εντόπισαν αστρονόμοι με τη βοήθεια του διαστημικού τηλεσκοπίου James Webb, σε απόσταση 307 ετών φωτός από τη Γη, στον αστερισμό της Μυία.
Όπως υποψιάζονται οι ερευνητές, οι μεταλλικές αυτές νεφώσεις ενδέχεται να προκαλούν βροχές σιδήρου στην ατμόσφαιρα του πλανήτη, όταν συμπυκνώνονται και «σπάνε».
Ο πλανήτης YSES-1c βρίσκεται σε τροχιά γύρω από το άστρο YSES-1, έναν πολύ νεαρό ήλιο ηλικίας μόλις ενός εκατομμυρίου ετών, σε σύγκριση με τα 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια του δικού μας Ήλιου. Η ίδια αστρική οικογένεια φιλοξενεί άλλον έναν τεράστιο πλανήτη, τον YSES-1b, και αμφότεροι φαίνονται να βρίσκονται ακόμη σε φάση διαμόρφωσης.
Σύννεφα από κόκκους σκόνης και ενδεχόμενη βροχή μετάλλων
Η ατμόσφαιρα του εξωτερικού πλανήτη, YSES-1c, παρουσίασε σχηματισμούς νεφών που δεν έχουν βάση υδρατμών, όπως στη Γη, αλλά κόκκων μαγνησίου και πυριτικών ενώσεων (σωματίδια παρόμοια με αυτά που συναντώνται σε ορυκτά). Ορισμένα δεδομένα υποδεικνύουν την πιθανή παρουσία σιδήρου, ο οποίος υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να πέφτει σαν βροχή στην επιφάνεια του πλανήτη.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης, δρ Κίλαν Χοχ από το Space Telescope Science Institute στις ΗΠΑ, πρόκειται για την πρώτη φορά που εντοπίζονται άμεσα τέτοια σύννεφα σε πλανήτη που περιστρέφεται γύρω από άστρο παρόμοιο με τον Ήλιο.
Οι δύο πλανήτες είναι μεγαλύτεροι από τον Δία, με τον YSES-1b να έχει μάζα 14 φορές μεγαλύτερη από αυτή του μεγαλύτερου πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος.
Γιατί η ανακάλυψη προβλημάτισε τους επιστήμονες
Το γεγονός αυτό προβληματίζει τους επιστήμονες, καθώς δεν συνάδει με τις επικρατούσες θεωρίες πλανητικής εξέλιξης. Οι αστρονόμοι πίστευαν ότι οι δίσκοι ύλης διαλύονται μέσα σε πέντε εκατομμύρια χρόνια από τη δημιουργία ενός πλανήτη και όχι δεκαέξι εκατομμύρια χρόνια μετά, όπως φαίνεται εδώ.
«Δεν περιμέναμε να δούμε τόσο διαφορετική εικόνα σε δύο πλανήτες που προέρχονται από την ίδια αρχική δισκοειδή δομή» είπε η Χοχ. «Το James Webb μας προσφέρει τεράστιες ποσότητες δεδομένων που μας επιτρέπουν να επαναπροσδιορίσουμε τα μοντέλα μας.»
Από την εκτόξευσή του στα τέλη του 2021, το τηλεσκόπιο James Webb έχει φέρει επανάσταση στην αστρονομία. Έχει καταγράψει τις πρώτες γαλαξιακές δομές του σύμπαντος, έχει ανιχνεύσει εξωπλανήτες με ατμόσφαιρες, έχει μελετήσει μαύρες τρύπες, ενώ έχει προσφέρει ακόμη και ενδείξεις (αν και αμφιλεγόμενες) για πιθανή ύπαρξη ζωής σε μακρινούς κόσμους.
Η νέα ανακάλυψη επιβεβαιώνει ότι τα πρώτα βήματα σχηματισμού πλανητικών συστημάτων μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκα απ’ όσο πιστεύαμε, με διαφορετικά μοτίβα εξέλιξης ακόμη και μεταξύ πλανητών που γεννήθηκαν δίπλα-δίπλα.