Η Ευρωπαϊκή οικονομία χρειάζεται «ριζική αλλαγή» η οποία πρέπει να είναι «επείγουσα και συγκεκριμένη», μέσω ενός τεράστιου όγκου επενδύσεων, καινοτομία, και αναδιαμόρφωση του ενεργειακού τομέα, τόνισε ο Μάριο Ντράγκι κατά την παρουσίαση της έκθεσής του για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία παρέδωσε στην Πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τη Δευτέρα.
Οι προτάσεις τις οποίες καταγράφει στην έκθεση του ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: την τόνωση της καινοτομίας και την κάλυψη του χάσματος που υπάρχει αυτή τη στιγμή με τις ΗΠΑ, τον συνδυασμό της απανθρακοποίησης της οικονομίας με την ανταγωνιστικότητα, και την αύξηση της ασφάλειας και τη μείωση των εξαρτήσεων.
Ειδικά για τη διασύνδεση της ανταγωνιστικότητας με την πράσινη μετάβαση, ο κ. Ντράγκι επεσήμανε πως η αγορά ενέργειας της ΕΕ λειτουργεί βάσει ενός σχεδιασμού από την εποχή όπου στο ενεργειακό μείγμα κυριαρχούσαν το φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα, κάτι που δεν ισχύει σήμερα, ενώ στην αγορά κυριαρχούν εδραιωμένα συμφέροντα, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιούνται τα οφέλη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μεταξύ άλλων για μείωση των τιμών ενέργειας.
Τα κύρια ερωτήματα, κατά τον Μάριο Ντράγκι, είναι πώς θα χρηματοδοτηθούν οι τεράστιες επενδύσεις που χρειάζονται, και πώς θα μπορέσουν οι 27 να συντονίσουν τις πολιτικές τους.
Όπως σημείωσε ο κ. Ντράγκι, η στρατηγική περιέχει 170 αναλυτικές προτάσεις, οι οποίες όπως είπε είναι αμέσως εφαρμόσιμες χάρη στο προβάδισμα της Ευρώπης όσον αφορά την ποιότητα της εκπαίδευσης, των συστημάτων υγείας και των συστημάτων κοινωνικής ευημερίας.
Μιλώντας στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου, η κ. Φον ντερ Λάιεν υπογράμμισε πως από τότε που ζήτησε τη συγκεκριμένη έκθεση από τον κ. Ντράγκι, πριν έναν χρόνο, το θέμα της ανταγωνιστικότητας έχει κερδίσει δυναμική στις συζητήσεις των κρατών μελών, με την ίδια να το αναδεικνύει στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη δεύτερη θητεία της τις οποίες δημοσίευσε τον Ιούλιο ενόψει της έγκρισης της υποψηφιότητας της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στην παρέμβασή της η κ. Φον ντερ Λάιεν εστίασε σε τρεις εισηγήσεις της έκθεσης που θεώρησε σημαντικές: την ανάγκη να προχωρήσουν η ψηφιακή και η πράσινη μετάβαση - καθώς οι βάσεις έχουν μπει - μέσω της στήριξης στη βιομηχανία, την ανάγκη για ενίσχυση των δεξιοτήτων των εργαζομένων που θα παράγουν και θα χειρίζονται νέες τεχνολογίες, και την ανάγκη η ΕΕ να είναι ανθεκτική ώστε να καταστεί ανταγωνιστική εστιάζοντας σε ζητήματα όπως την πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, απαραίτητα εξαρτήματα ή διασύνδεση στον τομέα της ενέργειας.
Εξηγώντας τη φιλοσοφία της ογκώδους έκθεσης που εκτείνεται σε πέραν των 400 σελίδων, ο κ. Ντράγκι σημείωσε πως αν και έχει ειπωθεί πολλές φορές πως η ανάπτυξη στην ΕΕ επιβραδύνεται, έως και πριν δύο χρόνια δεν θα γινόταν η σημερινή συζήτηση. Ωστόσο σήμερα, επεσήμανε, το παγκόσμιο εμπόριο έχει επίσης επιβραδυνθεί, η αγορά της Κίνας είναι λιγότερη ανοιχτή και μάλιστα ανταγωνίζεται την ΕΕ, η Ευρώπη έχει χάσει τη Ρωσία ως κύρια πηγή φτηνής ενέργειας, και πλέον πρέπει να επενδύσει στην άμυνα της για πρώτη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο παρελθόν, σημείωσε, η Ευρώπη μπορούσε να επενδύει στην αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται να μειωθεί σταδιακά την επόμενη δεκαετία, τη στιγμή που η παραγωγικότητα παραμένει αδύναμη και οι φιλοδοξίες αυξάνονται, τόσο στον τομέα της κλιματικής αλλαγής όσο και στην άμυνα, παράλληλα με την ανάγκη να διατηρηθεί το μοντέλο κοινωνικής πρόνοιας της ηπείρου.
«Οι επενδύσεις που προϋποθέτουν όλα αυτά είναι τεράστιες» τόνισε, κάνοντας λόγο για ανάγκη αύξησης των επενδύσεων κατά 5% του ΑΕΠ, στα επίπεδα που καταγράφηκαν τελευταία φορά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Η ανάπτυξη, συνέχισε, είναι κρίσιμης σημασίας ώστε η ΕΕ να μπορεί να διασφαλίσει τις ιδρυτικές αξίες της ευημερίας, της ισότητας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Όσον αφορά τους πυλώνες της στρατηγικής που προτείνει, ο κ. Ντράγκι σημείωσε κατ’ αρχήν πως πρέπει να κλείσει το χάσμα στην καινοτομία με τις ΗΠΑ, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται σε μια «στατική βιομηχανική δομή» με εταιρίες μεσαίου μεγέθους στους ίδιους τομείς όπως πριν 20 χρόνια, τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν μεταβεί στην ψηφιακή εποχή. Υπενθύμισε πως από το 2008, το 30% των εταιριών με αξία πέραν του 1 δις ευρώ εγκατέλειψαν την ΕΕ, με τις πλείστες να πηγαίνουν στις ΗΠΑ. Η αδυναμία στον τομέα της τεχνολογίας, όπως είπε, περιορίζει παράλληλα και την καινοτομία σε παραδοσιακούς τομείς.
Σε σχέση με τον δεύτερο πυλώνα, τον συνδυασμό της ανταγωνιστικότητας με την πράσινη μετάβαση, ο κ. Ντράγκι σημείωσε πως η αγορά ενέργειας της ΕΕ σήμερα «είναι ακόμα σχεδιασμένη για μια εποχή όταν το φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα ήταν τα σημαντικά στοιχεία του ενεργειακού μείγματος».
Το 2020, συνέχισε, το φυσικό αέριο καθόριζε τις τιμές της ενέργειας κατά το 60%, παρά το ότι αποτελούσε μόλις 20% του μείγματος, ενώ στην αγορά κυριαρχούν «εδραιωμένα συμφέροντα» και η ενέργεια αποτελούσε μηχανή εσόδων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Το αποτέλεσμα, πρόσθεσε, είναι πως δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα οφέλη των ανανεώσιμων για τους καταναλωτές, και για αυτό «πρέπει να στοχεύσουμε στην αποσύνδεση» ώστε οι πολίτες να δουν τη διαφορά στους λογαριασμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε την ανάγκη καθαρών τεχνολογιών και την αύξηση της παροχής πράσινης ενέργειας, κάτι που κάνουν με κίνητρα οι ΗΠΑ, τη στιγμή που η Κίνα ανταγωνίζεται την ΕΕ στην παραγωγή αυτών των τεχνολογιών.
Τρίτον, ο κ. Ντράγκι αναφέρθηκε στον πυλώνα των προτάσεων που αφορούν την αύξηση της ασφάλειας και τη μείωση των των εξαρτήσεων, μεταξύ άλλων μέσω εξωτερικής οικονομικής πολιτικής, συμφωνίες με χώρες κλειδιά και οικοδόμηση των δυνατοτήτων της αμυντικής βιομηχανίας.