Η εργασία μετά τη συνταξιοδότηση είναι πιο συχνή στους αυτοαπασχολούμενους, με 73,3% των αυτοαπασχολουμένων στην Κύπρο, να εργάζεται και μετά τη λήψη της πρώτης τους σύνταξης γήρατος.
Τα δεδομένα από την έρευνα εργατικού δυναμικού, που συλλέχθηκαν από συνταξιούχους γήρατος στην ΕΕ το 2023 και τα οποία ανακοινώθηκαν από τη Eurostat την Παρασκευή, δείχνουν ότι στην ΕΕ το 56,4% των αυτοαπασχολούμενων εργάζονταν μετά τη λήψη της πρώτης τους σύνταξης γήρατος.
Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων συνταξιούχων γήρατος που συνέχισαν να εργάζονται ή επανήλθαν στην αγορά εργασίας ήταν υψηλότερο στη Σουηδία (98,4%), τη Φινλανδία (88,0%) και την Ιρλανδία (87,7%).
Αντίθετα, ήταν το χαμηλότερο στην Ισπανία (18,2%) και την Ελλάδα (20,3%), ακολουθούμενη από τη Σλοβενία (40,4%).
Μερική απασχόληση
Το 2023, το 10,2% των συνταξιούχων γήρατος ηλικίας 50-74 ετών ήταν εργαζόμενοι και ένα σημαντικό ποσοστό αυτής της ομάδας εργαζόταν με μερική απασχόληση.
Περισσότεροι από τους μισούς (57,0%) των απασχολούμενων συνταξιούχων γήρατος στην ΕΕ απασχολούνταν με μερική απασχόληση. Αυτό το ποσοστό ήταν πολύ υψηλότερο από ό,τι για όσους δεν είναι συνταξιούχοι γήρατος (16,2%).
Η μερική απασχόληση ήταν πιο συχνή μεταξύ των συνταξιούχων γήρατος σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, αυτό το ποσοστό διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών.
Η Κροατία είχε το υψηλότερο ποσοστό μερικής απασχόλησης συνταξιούχων γήρατος (89,4%) και τη μεγαλύτερη απόκλιση με τους μη συνταξιούχους (3,4%), με αποτέλεσμα ένα σημαντικό χάσμα 86,0 ποσοστιαίων μονάδων.
Την Κροατία ακολουθούσαν η Σουηδία (79,2%) και το Βέλγιο (78,0%), με τα υψηλότερα μερίδια μερικής απασχόλησης συνταξιούχων γήρατος. Αντιθέτως, η Βουλγαρία ανέφερε το χαμηλότερο ποσοστό μερικής απασχόλησης μεταξύ των συνταξιούχων γήρατος (9,2%) και των μη συνταξιούχων (1,2%). Η Λιθουανία (19,0%) και η Λετονία (23,2%) κατέγραψαν επίσης τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης συνταξιούχων γήρατος.
Είναι ενδιαφέρον ότι η Ολλανδία, η οποία είχε το υψηλότερο συνολικό ποσοστό μερικής απασχόλησης, εμφάνισε τη μικρότερη σχετική διαφορά μεταξύ των συνταξιούχων γήρατος (57,8%) και των μη συνταξιούχων (39,4%).