Το σημερινό τετ-α-τετ μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη και του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη Τουφάν Έρχιουρμαν συνιστά μια συνάντηση που μπορεί να χαρακτηριστεί βαρόμετρο για τα απόμενα βήματα στην προσπάθεια επανέναρξης διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Η συνάντηση αυτή δεν είναι τυπική – αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση προσδοκιών, αβεβαιοτήτων και δοκιμών αντοχής ενός αδιέξοδου που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει το Κυπριακό. Η συνάντηση, έστω και αν είναι η πρώτη μεταξύ τους, σίγουρα δεν θα είναι συνάντηση κοινωνικού χαρακτήρα.
Το πρώτο και κυρίαρχο διακύβευμα: η διαδικασία επίλυσης και το πλαίσιο επί των οποίων θα στηριχθεί οποιαδήποτε προοπτική ουσιαστικού διαλόγου. Ο Έρχιουρμαν φέρεται αποφασισμένος να θέσει επιτακτικά τα «βασικά» για τον ίδιο– δηλαδή τη σαφή χάραξη χρονοδιαγράμματος για τη συζήτηση της ουσίας, τη διασφάλιση πολιτικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων και τη συμφωνία στο πώς θα προσδιοριστεί η επόμενη μέρα εάν επέλθει ξανά αδιέξοδο λόγω της ελληνοκυπριακής πλευράς. Τίθεται ένα πλαίσιο που περιορίζει την ευελιξία.
Απ’ την άλλη, η ελληνοκυπριακή πλευρά – με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη να δηλώνει πως οι συνομιλίες πρέπει να συνεχιστούν από εκεί που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά – προβάλλει ως conditio sine qua non δύο αδιαπραγμάτευτα ζητήματα: το πλαίσιο λύσης στη βάση ομοσπονδίας και την προστασία της διεθνούς νομιμότητας, απαντώντας με αυτόματο αποκλεισμό οποιασδήποτε προοπτικής «δύο κρατών».
Το εύρος των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που τίθενται – ακόμη και αν προταχθούν θέματα καθημερινότητας όπως η διάνοιξη νέων οδοφραγμάτων – λειτουργεί ως δοκιμαστικό εργαστήριο για τον βαθμό βούλησης των δύο πλευρών να αναζητήσουν σημεία παραγωγικής σύγκλισης. Το αν η συνάντηση θα οδηγήσει σε ουσιαστικά βήματα ή θα περιοριστεί στην καταγραφή διαφορών θα καθορίσει τη δυναμική των επόμενων μηνών.
Η ανάσα εκατέρωθεν φαινομενικής αποκλιμάκωσης στα ελληνοτουρκικά και η αποφυγή οξύνσεων προσδίδουν θετικό τόνο, αλλά δεν λύνουν τον σκληρό πυρήνα του αδιεξόδου. Το γεγονός ότι οι δύο πλευρές συναντώνται με τον «αέρα» της πρώτης πραγματικής δοκιμής μετά την ανάληψη καθηκόντων του κ. Έρχιουμαν αποκτά έναν ιδιαίτερο συμβολισμό.
Συμπερασματικά, το διακύβευμα σήμερα δεν είναι μόνο η επανεκκίνηση συνομιλιών, αλλά η επιβεβαίωση – ή διάψευση – του αν μπορούν να οικοδομηθούν ελάχιστες βάσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συνεννόησης και προοπτικής. Τυχόν θετική κατάληξη θα αποτελέσει, αν μη τι άλλο, μια πραγματική ελπίδα για ένα νέο κεφάλαιο στο Κυπριακό. Μια ελπίδα, όμως, που θα παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη. Στην παρούσα φάση η διαμόρφωση των όρων της διαδικασίας αποτελεί το διαβατήριο για να περάσουμε στην ουσία της συζήτησης.






