Αν κάποιος δημόσιος αξιωματούχος φοβάται για την ασφάλειά του υπάρχει πρόβλημα. Όταν αυτός ο αξιωματούχος είναι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας το πρόβλημα είναι σίγουρα μεγαλύτερο, αφού δεν αφορά μόνο ένα πρόσωπο. Αφορά το ίδιο το κράτος. Και όσα υπονοεί είναι πιο βαριά από οποιαδήποτε απειλή του υπόκοσμου.
Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, στη θεωρία και στον νόμο, αποτελεί, με βάση τον διαχωρισμό που υπάρχει στην Κύπρο, τον πυλώνα της ποινικής Δικαιοσύνης. Είναι το πρόσωπο που αποφασίζει ποιες υποθέσεις προχωρούν, ποιοι διώκονται, ποιοι λογοδοτούν. Είναι ο θεματοφύλακας της νομιμότητας απέναντι σε κάθε μορφή εγκλήματος αλλά και σε κάθε κέντρο εξουσίας. Αν αυτός ο θεματοφύλακας δηλώνει φοβισμένος, τότε, η θεσμική ασπίδα της Δημοκρατίας εμφανίζει επικίνδυνη ρωγμή.
Διότι ο φόβος του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι ποτέ ιδιωτικός. Είναι συλλογικός. Σηματοδοτεί ότι το κράτος δεν είναι σε θέση να προστατεύσει τον ίδιο τον πυρήνα της Δικαιοσύνης του. Ότι το οργανωμένο έγκλημα –ή όποιοι το επικαλούνται– έχει αποκτήσει την αυτοπεποίθηση να στοχοποιεί την κορυφή της ιεραρχίας. Και ότι η Πολιτεία, αντί να εμπνέει ασφάλεια, δείχνει ευάλωτη.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι τέτοιες δηλώσεις αφήνουν σκιές για τις αντοχές των θεσμών. Μπορεί ο πολίτης να πιστέψει ότι η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί ανεξάρτητα; Μπορεί να αισθανθεί ότι η διερεύνηση σοβαρών υποθέσεων θα γίνει χωρίς εκβιασμούς; Μπορεί να εμπιστευθεί ότι ο κρατικός μηχανισμός δεν έχει διαβρωθεί; Όταν ένας κορυφαίος θεσμικός παράγοντας μιλά για φόβο, οι απαντήσεις δυσκολεύουν.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση που αφορά τη διεθνή εικόνα της χώρας. Σε μια εποχή που η Κύπρος παλεύει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της, ειδικά σε ζητήματα διαφθοράς και διαφάνειας, η παραμικρή ένδειξη ότι το έγκλημα εκφοβίζει το κράτος δικαίου λειτουργεί σαν δηλητήριο. Οι εταίροι στην ΕΕ, οι διεθνείς οργανισμοί και οι επενδυτές δεν αγνοούν τέτοια μηνύματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια δήλωση φόβου δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πολιτική αντιπαράθεση αλλά ως συναγερμός. Είναι ώρα για ενίσχυση της αστυνομικής προστασίας, αναβάθμιση των υπηρεσιών κατά του οργανωμένου εγκλήματος και, κυρίως, για αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ότι η Δημοκρατία δεν εκβιάζεται.







