Η χριστουγεννιάτικη εγκύκλιος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Γεωργίου δεν εξέπεμψε κανένα μήνυμα αγάπης, ειρήνης και συμφιλίωσης, όπως επιβάλλει το νόημα της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης. Δεν ενσωμάτωνε κανένα λόγο παρηγοριάς ούτε κάλεσμα ενότητας. Αντιθέτως, αποτέλεσε ακόμη μία ωμή πολιτική παρέμβαση, φορτισμένη με εθνικιστική ρητορική, ιστορικές διαστρεβλώσεις και απόλυτη περιφρόνηση προς το διεθνές πλαίσιο λύσης του Κυπριακού. Ήταν ένα πολιτικό μανιφέστο εθνικιστικού παροξυσμού, κάτι που ο συγκεκριμένος ιεράρχης επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται.
Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά κατά την οποία επιλέγει να εγκαταλείψει τον ρόλο του ποιμενάρχη και να εμφανιστεί ως πολιτικός κήρυκας ενός άκαμπτου, φοβικού και αδιέξοδου λόγου. Με απόλυτες διατυπώσεις και όρους όπως «εθνική ευθανασία», απορρίπτει συλλήβδην κάθε μορφή λύσης που συζητείται εδώ και δεκαετίες στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και η οποία ουδέποτε απορρίφθηκε, ούτε από την Κυπριακή Δημοκρατία ούτε από τη διεθνή κοινότητα.
Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία δεν είναι προσωπική ιδεοληψία κανενός. Είναι το συμφωνημένο πλαίσιο, όσο ατελές κι αν είναι, για την επανένωση της μοιρασμένης μας πατρίδας. Όταν ο Αρχιεπίσκοπος την εξισώνει με συνομοσπονδία ή λύση δύο κρατών, είτε αγνοεί στοιχειώδη πολιτικά δεδομένα, είτε σκόπιμα τα παραποιεί. Και στις δύο περιπτώσεις, η στάση του είναι επικίνδυνη. Με αυτή την εικόνα προφανώς δεν θα μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για την ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Δεν υπάρχει λέξη για συμφιλίωση, για κοινό μέλλον, για επανένωση ανθρώπων και χώρας.
Ακόμη πιο προβληματική, όμως, είναι η ωμή απαξίωση της ίδιας της κοινωνίας. Ο Αρχιεπίσκοπος στοχοποιεί πολίτες που περνούν στα κατεχόμενα. Δεν αντιλαμβάνεται τη μεγάλη ανάγκη πολλών συμπατριωτών μας να επιστρέφουν ξανά και ξανά στα κατεχόμενα μέρη τους. Δεν έχει ιδέα ούτε στοιχειώδη ενσυναίσθηση για να αντιληφθεί αυτή την ανάγκη των ανθρώπων, να συμβαδίσει με τη δική τους αγωνία. Αντιθέτως, τους καταδικάζει συλλήβδην ως άτομα με «έλλειψη εθνικής αυτοσυνειδησίας» και «διάθεση υποταγής», αποδίδοντάς τους μάλιστα ευθύνη για την οικονομική ενίσχυση του κατοχικού καθεστώτος.
Πρόκειται για έναν λόγο ο οποίος διχάζει και ενοχοποιεί, αντί να ενώνει και να θεραπεύει. Ένας λόγος ακροδεξιού ντελίριου που δεν αρμόζει στην Εκκλησία. Ο Αρχιεπίσκοπος, όμως, θα πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι πρόεδρος επιτροπής για παραχώρηση πιστοποιητικών πατριωτισμού, ούτε δικαστήριο ελέγχου της σκέψης των ανθρώπων. Δεν έχει το δικαίωμα να αμφισβητεί ούτε τον πατριωτισμό, ούτε και την κρίση της ίδιας της κοινωνίας.






